Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Οι διερευνητικές συνομιλίες Ελλάδας - Τουρκίας έχουν γίνει αντικείμενο της εθνικής και διεθνούς ατζέντας πιθανότατα για να εμπνεύσουν μια θετική αύρα ύστερα από έναν χρόνο κλιμάκωσης. Υπενθυμίζεται ότι χρειάζεται η ελπίδα προκειμένου να ξεπεραστούν τα ζητήματα υπό συζήτηση, αν και η απαισιοδοξία βαραίνει περισσότερο λόγω του εύρους και του βάθους αυτών των μακράς διάρκειας προβλημάτων. Το μείζον ερώτημα, τώρα, είναι εάν Ελλάδα και Τουρκία μπορούν να διαχειριστούν τη διπλωματική διαδικασία για να καταλήξουν σε συμβιβασμό ή θα συνεχίσουν να αντιπαρατίθενται, σπαταλώντας χρόνο και πόρους.
Οι πράξεις συμβιβασμού και αντιπαράθεσης είναι δύο όροι που καθορίζουν το καθεστώς εμπλοκής. Εφόσον συμβιβαστείς εκτιμάς τα κέρδη σε σχέση με τις απώλειες των πολύτιμων στόχων. Από την άλλη, η αντιπαράθεση έχει στόχο τη μεγιστοποίηση του κέρδους με κάθε κόστος, χωρίς δέσμευση προς το άλλο μέρος. Το πλεονέκτημα του «συμβιβασμού» είναι να εγγυηθεί το ζωτικής σημασίας κέρδος, ενώ ο κίνδυνος είναι η εικόνα της χαλάρωσης στην κοινή γνώμη. Η αντιπαράθεση, συγκριτικά, είναι σαν τα τυχερά παιχνίδια. Μπορεί να κερδίσεις τη μερίδα του λέοντος ή να τα χάσεις όλα. Συγκρίνοντας τους δύο όρους, η «σοφή» επιλογή είναι ο «συμβιβασμός».
Το ερώτημα «τι επιτεύχθηκε και τι χάθηκε το 2020» θα αποσαφηνίσει γιατί και οι δύο χώρες χρειάζεται να συμβιβαστούν και να συνεχίσουν προς μια θετική ατζέντα. Για την Ελλάδα και την Τουρκία, το επίτευγμα του περασμένου έτους δεν είναι παρά λόγια. Και οι δύο χώρες σπατάλησαν πόρους για να ανταγωνιστούν στην «καυτή» θάλασσα, ενώ οι επιπτώσεις του COVID ήταν πρόκληση για όλους. Αλλά δεν ισχύει το ίδιο για το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Τώρα παράγουν φυσικούς πόρους και δημιουργούν ευημερία. Το Ισραήλ θα αρχίσει να εξάγει φυσικό αέριο μετά το 2022, ενώ Ελλάδα και Τουρκία μπορούν να ακόμα να «μαλώνουν», εκτός εάν οι δύο πλευρές μπορέσουν να καταλήξουν σε συμβιβασμό. Εν τω μεταξύ, η εξάρτηση από υποσχέσεις και δεσμεύσεις των άλλων χωρών θα καταστήσει τον ανταγωνισμό πιο δαπανηρό από ποτέ λόγω, για παράδειγμα, των πωλήσεων όπλων και της προσδοκίας πολιτικής στήριξης στους διαδρόμους της ΕΕ.
Υπό τη σκιά αυτών των δύο ζητημάτων, οι διερευνητικές συνομιλίες έχουν σχεδιαστεί για να μην καταλήξουν στα προβλήματα διά της διπλωματικής οδού, αλλά για να προσδιορίσουν «για τι θα μιλήσουν και πώς θα συζητήσουν». Εάν έχουμε πολλά να χάσουμε σε περίπτωση αντιπαράθεσης, μια νέα τακτική μπορεί να είναι χρήσιμη. Γιατί να μην ξεκινήσουμε από τους τομείς της συνεργασίας; Για παράδειγμα, οι πολίτες και των δύο χωρών εξαρτώνται από τα έσοδα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και του τουρισμού. Τουρκία και Ελλάδα μπορούν να συζητήσουν για τη δημιουργία περιβάλλοντος που θα διευκολύνει την αλληλεπίδραση των μικρών επιχειρήσεων μειώνοντας τη γραφειοκρατία και θεσμοθετώντας το εμπόριο. Ο τουρισμός μπορεί να συντονιστεί όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα ώστε να μπορούν πολίτες από τρίτες χώρες να επισκέπτονται και τις δύο πλευρές του Αιγαίου. Οι επιχειρήσεις θα έχουν πάντα επιπτώσεις στην προσπάθεια να ξεπεράσουν τα πολιτικά προβλήματα και να τα καταστήσουν άνευ σημασίας σε σύγκριση με τις απώλειες. Πρέπει να θυσιάσουμε τα κοινά μας οφέλη χάριν της μεγιστοποίησης των κινδύνων;
Κατά συνέπεια, ο συμβιβασμός των δύο χωρών θα πρέπει να πυροδοτηθεί από μια θετική ατζέντα αρεστή στους πολίτες και των δύο πλευρών. Το κέρδος καθενός έλληνα ή τούρκου πολίτη μπορεί να έχει πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στη διαχείριση των προβλημάτων και στην προώθηση βιώσιμων σχέσεων. Διαφορετικά, η αντιπαράθεση θα υποβαθμίσει την ευημερία που θα χάσουν και οι δύο χώρες, ενώ τρίτα μέρη μπορεί να επωφεληθούν. Στην περίπτωση της Ελλάδας και της Τουρκίας, η αντιπαράθεση δεν θα προσφέρει τα μέγιστα σε μία από τις δύο, αλλά σε τρίτα μέρη. Αφήστε τους ανθρώπους και τις πολιτικές των δύο χωρών να κερδίσουν περισσότερα.
Ο δρ Μουράτ Ασλάν είναι διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Hasan Kalyoncu και αναλυτής σε θέματα ασφαλείας του Ινστιτούτου SETA