Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Μπορεί τα φορολογικά έσοδα της χώρας μας να μειώθηκαν ελαφρά το 2019 ως ποσοστό του ΑΕΠ αλλά παραμένουν σημαντικά υψηλότερα από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Για την ακρίβεια, το ποσοστό των ελληνικών φορολογικών εσόδων διαμορφώθηκε πέρυσι στο 38,7% του ΑΕΠ από 38,9% του ΑΕΠ το 2018, όταν την ίδια στιγμή ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ υποχωρούσε στο 33,8% το 2019 από 33,9% το προηγούμενο έτος. Η Ελλάδα συνεχίζει να κάνει πρωταθλητισμό στην αύξηση των φορολογικών εσόδων και τα στοιχεία του ΟΟΣΑ αποκαλύπτουν ότι το διάστημα 2009-2019, δηλαδή στα χρόνια των μνημονίων, τα φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν κατά οκτώ ποσοστιαίες μονάδες, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη αύξηση μεταξύ των 35 χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Ακολούθησαν οι Σλοβακία και Ιαπωνία, με άνοδο άνω του 5%.
Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για τη φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα αλλά και η μελέτη του ΙΟΒΕ για τους ειδικούς φόρους στην οποία αποτυπώνεται η αύξηση της φοροδιαφυγής και του παράνομου εμπορίου από την εφαρμογή των υψηλών φορολογικών συντελεστών δείχνουν ότι η μείωση των φόρων αποτελεί μονόδρομο για την ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, η φορολογική πολιτική θα πρέπει να ενθαρρύνει την καινοτομική δραστηριότητα που αποσκοπεί στην ανάπτυξη προϊόντων ή εναλλακτικών παραγωγικών διαδικασιών που περιορίζουν τις αρνητικές εξωτερικές επιδράσεις ή βλάβες σε σύγκριση με την υφιστάμενη κατάσταση. Σε αυτόν τον στόχο μπορούν να συμβάλουν η διαφορική φορολογία και η στοχευμένη επιδότηση προϊόντων και δραστηριοτήτων. Οπως μάλιστα επισημαίνεται στη μελέτη, η φορολογική μεταχείριση είναι σκόπιμο να διαφοροποιείται ανάλογα με το μέγεθος των αρνητικών εξωτερικών επιδράσεων, ή αντίστοιχα η παροχή κινήτρων να κλιμακώνεται ανάλογα με τα προσδοκώμενα οφέλη. Αυτό προϋποθέτει την ανάλυση κόστους και οφέλους της παρέμβασης, προκειμένου τα κίνητρα που δίνονται να είναι αποτελεσματικά, αλλά και να ελαχιστοποιείται η εμφάνιση δευτερογενών μη επιθυμητών επιπτώσεων.
Η έκθεση του ΟΟΣΑ αποκαλύπτει ότι η μεγαλύτερη πηγή εσόδων το 2019 προήλθε από τη φορολογία σε αγαθά και υπηρεσίες (ΦΠΑ και λοιποί φόροι στην κατανάλωση), η οποία αντιστοιχούσε στο 15,3% του ΑΕΠ. Ακολούθησαν οι εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση (11,9%), τα έσοδα από τη φορολογία εισοδημάτων και κερδών (8,3%) και τα έσοδα από τη φορολογία της περιουσίας (3,1% του ΑΕΠ). Αντίθετα, η πρώτη πηγή εσόδων για τις χώρες του ΟΟΣΑ ήταν η φορολογία εισοδημάτων και κερδών (11,5% του ΑΕΠ), με δεύτερη τη φορολογία των αγαθών και υπηρεσιών (10,9% του ΑΕΠ). Ακολουθούν οι εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση (9% του ΑΕΠ) και η φορολογία στην περιουσία (1,9% του ΑΕΠ).
Μεγάλες όμως αποκλίσεις καταγράφονται ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ. Για παράδειγμα, η Δανία παρουσίασε την υψηλότερη αναλογία εσόδων / ΑΕΠ (46,2%), διατηρώντας την πρωτιά από το 2002, με εξαίρεση τα έτη 2017 και 2018. Ποσοστά άνω του 40% εμφάνισαν και άλλες χώρες της Ευρώπης, όπως η Σουηδία, το Βέλγιο, η Αυστρία, η Ιταλία και η Φινλανδία. Στον αντίποδα, το χαμηλό ποσοστό φορολογικών εσόδων παρατηρήθηκε στο Μεξικό (16,5%), ενώ ακολούθησαν οι Κολομβία (19,7%), Χιλή (20,7%), Ιρλανδία (22,7%), Τουρκία (23,1%) και ΗΠΑ (24,5%).
Από τις συνολικά 35 χώρες του ΟΟΣΑ, για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, το ποσοστό των φορολογικών εσόδων αυξήθηκε στις 20 και συρρικνώθηκε στις 15. Η μεγαλύτερη αύξηση σημειώθηκε στη Δανία (δύο ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ) και η υψηλότερη μείωση στην Ουγγαρία (1,7 ποσοστιαίες μονάδες). Πτώση άνω της μιας ποσοστιαίας μονάδας καταγράφηκε και σε Ισλανδία, Βέλγιο και Σουηδία.