Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα· τα κάνουν αλλιώς τα πράγματα εκεί. Και όταν «τα πράγματα» είναι αυτό που λέμε Ιστορία, και όταν μιλάνε γι' αυτά εκείνοι που τα έζησαν, δεν βγάζεις άκρη. Γιατί το πρόβλημα βρίσκεται σε αυτό το «τα έζησαν»: δεν ζούμε την Ιστορία. Ζούμε μέσα σ' εκείνο το κύτταρό της όπου βρεθήκαμε μια κάποια στιγμή αναπνέοντας, συνήθως λαχανιαστά, με σφυγμούς ανεβασμένους. Ζούμε στη μικρή της εκείνη γωνία όπου μας βρήκε η Ιστορία, είτε πρωταγωνιστές είτε κομπάρσους, κοιτώντας και ακούγοντας ό,τι επέτρεπε η οπτική μας. Δεν ξέρω αν ακόμα και ο Ναπολέοντας, παρακολουθώντας από κάπου ψηλά τι συνέβαινε στην πλαγιά του Βατερλώ, είχε πλήρη εικόνα της Ιστορίας - αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.
Εμένα, πάντως, η Ιστορία με βρήκε στο εφηβικό μαθητικό μου δωμάτιο. Χωρίς θέα, χωρίς γνώση και επίγνωση, με μόνο ένα τρανζιστοράκι στο χέρι. Γιατί έτσι τα κάναμε «τα πράγματα» τότε: η κοινωνική μας δικτύωση ήταν ένα τηλέφωνο κάπου στο χολ κι ένα μικρό τρανζίστορ με μισοστραβωμένη κεραία που την πήγαινες πέρα-δώθε για να πιάσεις σήμα. Το χολ ήταν δημόσιο, δηλαδή οποιοσδήποτε ζούσε στο σπίτι περνούσε συνέχεια από εκεί και άκουγε τι έλεγες, και το τρανζίστορ εξέπεμπε μόνον ό,τι επιτρεπόταν - αποκλείονταν φερ' ειπείν τραγούδια πολιτικά απαγορευμένα ή και ανήθικα, όπως το «Je t' aime moi non plus» (γνωστό ως ζετεμουανονπλί), που ακούγαμε χασκογελώντας από δισκάκι των 45 στροφών που κάποιος είχε φέρει κρυφά από το εξωτερικό. Το τρανζιστοράκι μου εκείνο ήταν αγνό, νομοταγές, άσπιλο.
Φωνές με χροιά
πρωτόγνωρη
Η Ιστορία με βρήκε ένα βράδυ που το τρανζιστοράκι με τη στραβωμένη κεραία άρχισε να εκπέμπει κάτι τελείως διαφορετικό: φωνές με χροιά πρωτόγνωρη, ανατριχιαστικά άμεση, φωνές βραχνές από εξάντληση κι απόγνωση που έλεγαν λέξεις όπως «αδέλφια», «εξέγερση», «δημοκρατία» και που ερχόντουσαν από κάτι που δεν ανήκε στα γνωστά επιτρεπτά ραδιοκύματα - τα οποία ποτέ δεν θα εκστόμιζαν τέτοιες λέξεις. Ποτέ, εγώ, δεν είχα ακούσει τέτοιες φωνές: σαν κάτι αίφνης να εξερράγη εκσφενδονίζοντας χιλιάδες κρυστάλλους που ήρθαν κι έσπασαν τα μέχρι τότε διπλά και τριπλά τζάμια μου σε θρύψαλα. Το μικρό μαθητικό δωμάτιό μου έγινε ξαφνικά διάτρητο, ανοιχτό προς κάτι άλλο που βρισκόταν εκεί έξω.
Η Ιστορία στριφογυρίζει και τυλίγεται γύρω από το χρόνο γελώντας περιπαικτικά. Τώρα τη βλέπεις και τώρα όχι· τώρα σε κοιτά κατάματα και νομίζεις ότι μπορείς να την αγγίξεις, και τώρα έχει γυρίσει ανάποδα και κοιτά αλλού. Αποκαλούμε Ιστορία αυτό που θέλουμε να λέμε σήμερα εμείς, γι' αυτό που θέλουμε να είμαστε σήμερα εμείς. Και θέλουμε να είμαστε γενναίοι, και δημοκράτες, και ελεύθεροι - και ίσως να είμαστε, μακάρι. Αλλά αυτό που έγινε πραγματικά θα μας κοιτά πάντα κοροϊδευτικά από κάπου αλλού. Οπως κοιτώ σήμερα εγώ, λίγο κοροϊδευτικά, εκείνο το κορίτσι που κάποτε ήμουν: που κρατώντας το τρανζίστορ στο χέρι όπως κρατάει κάποιος χειροβομβίδα, βγαίνει από το δωμάτιό της και μένει ακίνητη και σαστισμένη γιατί ο ήχος έχει γίνει τώρα στερεοφωνικός. Γιατί και το ραδιόφωνο του σαλονιού είναι επίσης ανοιχτό κι εκπέμπει αυτές τις φωνές τις πρωτόγνωρες, τις γεμάτες αγωνία και θάρρος, που ξεχύνονται παντού μέσα στο σπίτι της και κάνουν όλα τα τζάμια θρύψαλα. Την βλέπω τώρα φοβισμένη, κλαμένη, να κρατά το τρανζίστορ ψηλά και μετά να κοιτά τη μητέρα της. Και να βλέπει στα μάτια της μητέρας της κάτι που δεν είναι χαρά ακριβώς, αλλ' ούτε και φόβος. Κάτι σκληρό και δυνατό. Η μητέρα κουνά το κεφάλι της καταφατικά σαν να απαντά «ναι» σε μια ερώτηση που πλανάται εδώ και καιρό μετέωρη μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού τους, και τότε το κορίτσι θυμάται κάτι: θυμάται τη φορά που οι γονείς της τη φώναξαν να δει, στην τηλεόραση, σύσσωμη την Ακαδημία Αθηνών να χειροκροτεί όρθια τον δικτάτορα. «Ζούμε μέσα στην ντροπή», της είχαν πει. «Κι αυτό που βλέπεις, ποτέ μην το ξεχάσεις». Θυμάται τη λέξη «ντροπή» και της φαίνεται, εκείνο το βράδυ του Νοεμβρίου που οι φωνές από το τρανζίστορ γυρίζουν γύρω - γύρω μέσα στο σπίτι της σαν ανεμοστρόβιλος, ότι καθαρίζουν την ντροπή.
Ημουν και
δεν ήμουν εκεί
Ηταν μια ξένη χώρα τότε, και κάναμε τα πράγματα διαφορετικά. Κι εκείνο το βράδυ της 16ης προς 17η Νοεμβρίου ήμουν και δεν ήμουν εκεί. Δεν είσαι ποτέ, τελείως, εκεί όπου γίνεται αυτό που θα θρυμματίσει τα διπλά και τριπλά σου τζάμια, εκτός αν είσαι από τους λίγους που μιλούν στο ραδιόφωνο με σπασμένη φωνή. Ή τρέχουν με στολές νοσοκόμας να βοηθήσουν. Ή ανοίγουν τις πόρτες των σπιτιών τους να περιμαζέψουν. Ή στέκονται μπροστά στα τανκς, μέχρι το τέλος. Αλλά η Ιστορία έχει ευτυχώς έναν τρόπο να ξεκαθαρίζει αρκετά από μόνη της, φωτίζοντας εκείνους τους λίγους -που συνήθως έχουν υποχωρήσει μέσα στη σκιά και τη σιωπή. Κι αυτό, σκέφτομαι τώρα μετά από τόσα χρόνια, είναι το βασικό: γιατί δεν μπορούμε ούτε να τους φωτίσουμε ούτε να τους σβήσουμε εμείς, με τα ανόμοια μωσαϊκά της μνήμης μας. Γιατί ό,τι κι αν κάνουμε σήμερα, θα είναι μόνο για μας. Για εκείνους, φροντίζει η Ιστορία.
Η Καρολίνα Μέρμηγκα είναι συγγραφέας