Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Η εκδημία του Μεσούτ Γιλμάζ το περασμένο Σάββατο μετά από μακρά πάλη με τον καρκίνο σηματοδοτεί ένα τέλος εποχής στην τουρκική πολιτική σκηνή. Ηγέτης του Κόμματος της Μητέρας Πατρίδας από το 1991 ως το 2002 και τρις πρωθυπουργός της Τουρκίας κατά τη δεκαετία του 1990, ο Γιλμάζ φιλοδόξησε να διαδεχθεί τον Τουργκούτ Οζάλ στην ηγεσία της τουρκικής Κεντροδεξιάς και να εκφράσει τη φιλοδυτική της πτέρυγα. Γεννημένος το 1947 στην Κωνσταντινούπολη αλλά με καταγωγή από το Ρίζαιο (Rize) του Πόντου, ο Γιλμάζ σπούδασε στα πανεπιστήμια της Αγκυρας και της Κολωνίας και μετά την επιστροφή του στην Τουρκία εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα.
Η είσοδός του στην πολιτική έλαβε χώρα το 1983 κατόπιν προσκλήσεως από τον πρωθυπουργό και πρόεδρο του Κόμματος της Μητέρας Πατρίδας (ΑΝΑΡ) Τουργκούτ Οζάλ. Κρατούσα ήταν η αντίληψη ότι ο πυρήνας όλων των προβλημάτων της τουρκικής κοινωνίας, πολιτικών και μη, ήταν η οικονομική καχεξία και υπανάπτυξη. Η προσέλκυση ξένων επενδύσεων και η αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ παρουσιάστηκε ως πανάκεια στα κρίσιμα προβλήματα της χώρας, μολονότι ήταν σαφές ότι οικονομικές μεταρρυθμίσεις θα παρέμειναν χωλές χωρίς τις ανάλογες πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Την επαύριο της χούντας του Κενάν Εβρέν, ο Γιλμάζ εκπροσωπούσε μια γενιά νέων τεχνοκρατών απηλλαγμένων από τις έντονες ιδεολογικές φορτίσεις που χαρακτήρισαν την τουρκική πολιτική της δεκαετίας του 1970 και επιφορτισμένων με την αλλαγή του τουρκικού οικονομικού μοντέλου και την προσαρμογή του στις προδιαγραφές της παγκοσμιοποίησης. Ταυτόχρονα οι τεχνοκράτες αυτοί ήταν πεπεισμένοι ότι ο δυτικός προσανατολισμός της Τουρκίας προς την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και τις Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούσε μονόδρομο, όρο ασφάλειας και ευημερίας της τουρκικής κοινωνίας. Εχοντας κερδίσει την εκτίμηση του πρωθυπουργού Οζάλ, ο Γιλμάζ ανήλθε το 1987 στον θώκο του υπουργού Εξωτερικών. Κατά την εκεί θητεία του υπεγράφη και το λεγόμενο «Πρωτόκολλο Παπούλια - Γιλμάζ», το οποίο αποτελεί μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς στις προσπάθειες αποκλιμακώσεως των ελληνοτουρκικών αντιπαραθέσεων στο Αιγαίο.
Όταν το 1989 ο Οζάλ αποφάσισε να μεταπηδήσει στην προεδρία της χώρας και επέλεξε τον μη χαρισματικό και γι' αυτό ευκολότερα χειραγωγήσιμο Γιλντιρίμ Ακμπουλούτ ως διάδοχό του στην πρωθυπουργία, ο ίδιος δεν παραιτήθηκε των φιλοδοξιών του. Εκπροσωπώντας τη φιλοδυτική και «φιλελεύθερη» πτέρυγα του Κόμματος, ο Γιλμάζ κατόρθωσε να εκθρονίσει τον Ακμπουλούτ από την προεδρία του ΑΝΑΡ τον Ιούνιο του 1991 και να ανέλθει στην πρωθυπουργία της Τουρκίας μετά την παραίτηση του τελευταίου. Η ήττα του ωστόσο στις πρόωρες βουλευτικές εκλογές της 20ής Οκτωβρίου 1991 σήμανε και το τέλος της πρώτης πρωθυπουργικής του θητείας. Καθ' όλη τη δεκαετία του 1990, το Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας και ο Γιλμάζ παρέμειναν από τους βασικούς πόλους του τουρκικού πολιτικού κατεστημένου, συμβολίζοντας την αποτυχία του τελευταίου να απαντήσει στα πιεστικά πολιτικά και οικονομικά προβλήματα της χώρας, με πρώτα το Κουρδικό και την οικονομία. Οι αντιπαραθέσεις του Γιλμάζ με την πρόεδρο του Κόμματος του Ορθού Δρόμου (DYP) Τανσού Τσιλέρ κατά την εναλλαγή τους στην πρωθυπουργία της χώρας έμειναν παροιμιώδεις. Η αδυναμία τους να συνεργαστούν συνέβαλε στην άνοδο του ισλαμιστικού Κόμματος Ευημερίας (RP) στην εξουσία και του ηγέτη του Νετζμετίν Ερμπακάν στην πρωθυπουργία, όταν η Τσιλέρ προτίμησε το Κόμμα Ευημερίας ως κυβερνητικό εταίρο αντί του Κόμματος της Μητέρας Πατρίδας. Παράλληλα ο Γιλμάζ διακρίθηκε με τη στάση του στην υπόθεση «Σουσουρλούκ», η οποία ανέδειξε τους στενούς δεσμούς του τουρκικού «βαθέος κράτους» και του οργανωμένου εγκλήματος. Απαιτώντας τη διαλεύκανση της υποθέσεως, ο Γιλμάζ αποκατέστησε τη φήμη του ως «μεταρρυθμιστή», απέτυχε όμως να λειτουργήσει ως ανάχωμα στην άνοδο του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ. Η βίαιη καταστολή της πολιτικής ανόδου του Κόμματος Ευημερίας κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1990, οπότε και η τρίτη θητεία του Γιλμάζ στην πρωθυπουργία της χώρας, συνδέθηκε με τη βαθμιαία απαξίωση του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος. Η συγκυβέρνηση υπό τον Μπουλέντ Ετζεβίτ του Κόμματος της Δημοκρατικής Αριστεράς (DSP), του Κόμματος της Μητέρας Πατρίδας (ANAP) και του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσεως (MHP) υπήρξε και η τελευταία αναλαμπή του ΑΝΑΡ.
Μετά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι τον Δεκέμβριο 1999 για την αναγόρευση της Τουρκίας ως κράτους υποψηφίου για ένταξη, η τουρκική κυβέρνηση δεσμεύθηκε σε πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Ως αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως Ετζεβίτ, ο Γιλμάζ ανεδείχθη στον «αφανή ήρωα» της πρώτης γενεάς πολιτικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες προλείαναν το έδαφος για τις περαιτέρω μεταρρυθμίσεις των κυβερνήσεων Γκιουλ και Ερντογάν. Η οικονομική κρίση του 2001, ωστόσο, βάρυνε αποφασιστικά στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. Οι εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 2002 σήμαιναν το τέλος της κοινοβουλευτικής παρουσίας του ΑΝΑΡ και την ηγεμονία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Αναπτύξεως (ΑΚΡ). Ο Γιλμάζ υπήρξε ο πρώτος πρωθυπουργός στην ιστορία της Τουρκίας ο οποίος παρεπέμφθη σε ειδικό δικαστήριο κατηγορούμενος για την υπόθεση ιδιωτικοποιήσεως της «Τούρκμπανκ». Η απαλλαγή του από τις κατηγορίες στο πλαίσιο μιας γενικής αμνηστίας επέτρεψε την επιστροφή του στην πολιτική και την επανεκλογή του στις βουλευτικές εκλογές του 2007 ως ανεξαρτήτου βουλευτή, η οποία υπήρξε και το τελευταίο κεφάλαιο μιας πολυκύμαντης πολιτικής σταδιοδρομίας.
Ακολουθώντας το παράδειγμα του Τουργκούτ Οζάλ και συμβάλλοντας στην προαγωγή των σχέσεων της Τουρκίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ενωση, ο Γιλμάζ συμβόλιζε το είδος του τεχνοκράτη-πολιτικού που θεωρούσε τον δυτικό προσανατολισμό της Τουρκίας ως αδιαπραγμάτευτο θεμέλιο πολιτικής στρατηγικής και ως υπαρξιακό ζήτημα για την ίδια τη χώρα. Αυτές οι αντιλήψεις βρίσκουν όλο και λιγότερους υποστηρικτές μεταξύ της παρούσας πολιτικής και γραφειοκρατικής ηγεσίας της Τουρκίας.
Ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επικεφαλής του Προγράμματος Τουρκίας του ΕΛΙΑΜΕΠ.