Θυμάται κανείς τι συνέβη στην Ελλάδα την περασμένη άνοιξη; Πολλές δόσεις ψυχραιμίας, ενσυναίσθησης και οργάνωσης κατάφεραν να κάνουν τη χώρα παράδειγμα διεθνώς. Η κυβέρνηση κινήθηκε έγκαιρα και αποφασιστικά, η αντιπολίτευση πρόσφερε τουλάχιστον την ελάχιστη απαιτούμενη συναίνεση και οι πολίτες άκουσαν την εντολή να μείνουν σπίτι. Τα πράγματα δεν ήταν καθόλου εύκολα. Οι θυσίες που έγιναν, όμως, δεν πήγαν χαμένες – μπήκαμε στον Ιούλιο με χαμηλό δείκτη R0 και με θετική κληρονομιά την επιτυχία μας.

Το καλοκαίρι που πέρασε φαίνεται πως, μαζί με τα καλά αποτελέσματα, εξασθένισε τη μνήμη. Δεν θυμάται η κυβέρνηση, που το τελευταίο διάστημα μπουρδουκλώνει τα πόδια της σε απλές αποφάσεις, όπως το μέγεθος των μασκών που μοιράστηκαν στα σχολεία. Δεν θυμάται η αντιπολίτευση, που προσφέρει ευήκοα ώτα σε όσους αντιδρούν. Δεν θυμούνται ούτε οι πολίτες: στο καλό σενάριο κουράστηκαν από τη νέα κατάσταση, στο κακό αποφάσισαν να συνταχθούν με όλους εκείνους που δεν πίστεψαν ποτέ πόσο επικίνδυνος είναι ο κορωνοϊός. Τα αυξανόμενα κρούσματα στην Αττική και σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα ενέχουν σημαντικό κίνδυνο για το δημόσιο σύστημα υγείας. Οσο ο αριθμός τους μεγαλώνει, τόσο μεγαλώνει και το ποσοστό πληρότητας των κλινών στις ΜΕΘ.

Η πανδημία ανέτρεψε κοινωνικά στερεότυπα αιώνων: η πειθαρχία στα μέτρα προστασίας, τη δεδομένη στιγμή, σημαίνει ελευθερία. Η συμμόρφωση είναι δύσκολη, όμως δεν χωρούν πια δικαιολογίες. Μόνο ακολουθώντας τις οδηγίες δεν θα ζήσουμε σε επανάληψη μια καραντίνα που δεν αντέχει ούτε η ψυχολογία ούτε η τσέπη μας. Κι όμως, στο άνοιγμα των σχολείων οι γονείς – αρνητές της μάσκας προβλήθηκαν σε ΜΜΕ και σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης είτε με χαλαρότητα είτε με κατανόηση. Τέτοια λάθη, όσο συνεχίζονται, πληρώνονται ακριβά.