«Υπήρχε ένας γέρος από την Ιρλανδία, που τους έφερε στη ζωή, και που ακόμη τώρα έχτιζε σπίτια σε μια ακτή της Φλόριντα, για να τα νοικιάζει και να μαζεύει χρήματα. Υπήρχε η Εμιλυ που ζούσε σε ένα όμορφο διαμέρισμα στο Μπέβερλυ Χιλς και η κύρια απασχόλησή της ήταν τα προϊόντα ομορφιάς. Υπήρχε η Μίλντρεντ, και υπήρχε ο μεγάλος γιος, ο Φρανκ, που προσπάθησε να γίνει λουστράκος στον δρόμο, η κόρη η Αννυ, που πρέπει να έμοιαζε της μητέρας της, με άχρωμες κοτσίδες να πέφτουν στους ώμους, και ο μικρός Τζων που τον σήκωναν στα χέρια για να μπορεί να μιλήσει στον πατέρα του απ' το τηλέφωνο... Υπήρχαν αεροπλάνα στον ουρανό, καράβια στη θάλασσα, τρένα που διέσχιζαν ερημικές εκτάσεις. Υπήρχε το σπιτάκι του Φωλκ που περίμενε τον κύριό του με αναμμένα φώτα και ανοιχτή πόρτα. Υπήρχαν αυτοί που κάλπαζαν πίσω απ' τα σκυλιά... Υπήρχαν άνθρωποι που κοιτούσαν εξεταστικά τα πρόσωπα στο κιγκλίδωμα του Νογάλες... Υπήρχαν τρεις άντρες χωμένοι σε μια ρωγμή του εδάφους, δίπλα σε έναν ποταμό που τον άκουγαν να κυλά χωρίς να τον βλέπουν. Υπήρχε ο Π.Μ. που προχώρησε μπροστά...».
Τα πιο πάνω αποσπάσματα εισάγουν στην τελική σκηνή του μυθιστορήματος του Σιμενόν «Ο πάτος του μπουκαλιού», το οποίο ανήκει στη δεκαετή περίπου αμερικανική του περίοδο, αμέσως μετά τον πόλεμο. Σε βιβλικούς τόνους, ο συγγραφέας δίνει τα ως τότε δεδομένα και πρόσωπα του βιβλίου εισάγοντας στην κορύφωση του δράματος. Θα ακολουθήσει η σύγκρουση, η λύτρωση του ενός αδελφού και η κάθαρση που θα φέρει ο θάνατος του άλλου. Σκηνικό είναι το Νογάλες, μικρή πόλη εκατέρωθεν των συνόρων Μεξικού - ΗΠΑ, εκεί ακριβώς όπου σήμερα υψώνεται το γνωστό τείχος της αποτροπής των επίδοξων μεταναστών από το να διεισδύσουν στον παράδεισο του βόρειου γείτονα. Η πόλη είναι διαιρεμένη, με το φτωχό μεξικανικό κομμάτι της να παρέχει εργατικά χέρια στις φάρμες του Βορρά. Κόσμος μπαινοβγαίνει ακόμη τότε, στα τέλη της δεκαετίας του '40, με άδεια εργασίας, και οι πλούσιοι λευκοί κτηματίες έχουν για προσωπικό (εποχικό ή μόνιμο) γελαδάρηδες, χειρώνακτες και υπηρέτριες από την άλλη μεριά των συνόρων. Υπάρχει και η γειτονιά της νύχτας όπου ξεδίνουν οι κτηματίες και όπου η έκθετη ινδιάνικη σάρκα και το φτηνό μπέρμπον αφθονούν.
Ομως το επίκεντρο της δράσης τοποθετείται σε μια κοιλάδα του ποταμού Σάντα Κρουζ, που πηγάζει από τα βουνά της Νότιας Αριζόνας, κάνει μια μεγάλη καμπύλη συλλέγοντας νερά από τα φαράγγια του Μεξικού και ξαναεισέρχεται στο αμερικανικό έδαφος αγκαλιάζοντας την κοιλάδα. Εδώ ζουν οι πλούσιοι ραντσέρηδες της περιοχής στα πολυτελή, πλήρως εκσυγχρονισμένα αγροκτήματα. Ξημεροβραδιάζονται πίνοντας, αλληλοεπισκεπτόμενοι οι μεν τους δε, ενίοτε χορεύοντας ή και χαρτοπαίζοντας. Οι κυρίες τηλεφωνιούνται ολημερίς διοργανώνοντας πάρτι και οι ερωτικές παρεκτροπές δεν λείπουν υπό τον όρο ότι θα μείνουν διακριτικά καταχωνιασμένες. Το βράδυ της έναρξης της δράσης έχει αρχίσει η περίοδος των βροχών που οδηγεί σε πλημμυρισμό του Σάντα Κρουζ, οπότε η κοιλάδα μένει αποκλεισμένη για πολλές μέρες, ακόμη και βδομάδες. Οι ένοικοί της δεν χολοσκάνε ιδιαίτερα γι' αυτό, πυκνώνουν μάλιστα τις ψυχαγωγικές τους δραστηριότητες, μεταξύ άλλων κάνοντας νυχτερινές βόλτες με τα αυτοκίνητά τους στην όχθη για να παρακολουθήσουν τους στροβίλους και τις αυξομειώσεις της στάθμης του ποταμού.
Θηρευτές και παράσιτα
Ο κεντρικός ήρωας, ο Π.Μ. που μέσα από τα μάτια και τη συνείδησή του διαβάζουμε την ιστορία, θα δεχτεί επιστρέφοντας στο σπίτι του εκείνη τη νύχτα την απρόσμενη επίσκεψη του πεινασμένου, βρεγμένου αδελφού του. Οι δυο τους είχαν χαθεί εδώ και χρόνια, με τους δρόμους που πήραν να αποκλίνουν ολότελα. Μεγάλωσαν σε μια μικρή κοινότητα της αγροτικής Αϊόβα μαζί με την αδελφή τους την Εβελιν που τα κατάφερε καλά με τη ζωή της, ζει τώρα στην Καλιφόρνια και είναι η μόνη που προσπαθεί να κρατήσει ζωντανούς κάποιους οικογενειακούς δεσμούς. Ο Π.Μ., φιλόδοξος και στοχευμένος, ξέφυγε από τον βρόχο της φτώχειας σπουδάζοντας νομικά στο Σικάγο, κάνοντας καριέρα στο Σαν Φρανσίσκο και εν τέλει εγκαθιστάμενος στην κοιλάδα όπου παντρεύτηκε μάλλον συμβατικά μια πλούσια κληρονόμο και χήρα, τη Νόρα. Οσο για τον απρόσμενο νυχτερινό επισκέπτη, τον Ντόναλντ, παντρεύτηκε την παιδική τους φίλη, έκανε μαζί της τρία παιδιά αλλά η εξάρτηση από το αλκοόλ (οικογενειακό κουσούρι από ό,τι αποκαλύπτεται) τον οδήγησε σε πτωτική πορεία και εν τέλει στη φυλακή, αφού πυροβόλησε ένα αστυνομικό. Τώρα είναι φυγάδας και αναζητεί τη βοήθεια του Π.Μ. για να περάσει τα σύνορα. Στη μεξικανική πλευρά του Νογάλες τον περιμένει ήδη η αγωνιούσα οικογένειά του.
Από ό,τι διαφαίνεται κατά την εκδίπλωση του δράματος, ο Π.Μ. έχει αποκρύψει την ύπαρξη αδελφού και μάλιστα καταδίκου και φυγάδα, προκειμένου να μην κλονισθεί η επίζηλη θέση του στην τοπική κοινωνία. Αν και δικηγόρος ο ίδιος, δεν τον προασπίσθηκε στη διάρκεια της δίκης, κάτι που του καταλογίζει ο Ντόναλντ, μαζί με την πικρία για την αποξένωσή του, και την υπόρρητη πεποίθηση του αποτυχημένου ότι ο επιτυχημένος δεν υπήρξε και τόσο άμεμπτος κατά την κοινωνική του άνοδο. Από τη μεριά του ο Π.Μ. θεωρεί τον αδελφό του αποκλειστικά υπεύθυνο για τις δυστυχίες του - ένα παράσιτο που καταφέρνει μονίμως να επισύρει τον οίκτο των άλλων. Η πίστη του αυτή ενισχύεται από την ανοιχτή υποδοχή και φιλόξενη διάθεση των ανθρώπων της κοιλάδας που στο πρόσωπο του Ντόναλντ βλέπουν μια απρόσμενη ευκαιρία να διασκεδάσουν την πλήξη τους, ειδικότερα δε οι κυρίες, να ερωτοτροπήσουν και λίγο. Οι πάντες ασχολούνται μαζί του, κάποιος κτηματίας του υπόσχεται απασχόληση, ωστόσο ο Ντόναλντ θέλει επειγόντως χρήματα και τη βοήθεια του Π.Μ. για να διασχίσει το φουσκωμένο ποτάμι και τα σύνορα. Μόνο που οι βουλές του Σάντα Κρουζ είναι διαφορετικές. Και μετά από μικροσυγκρούσεις, ζήλειες, αποκαλύψεις και κάνα δυο γρονθοκοπήματα εν είδει κλασικού γουέστερν ο Ντόναλντ θα μεταβληθεί στο απολωλός πρόβατο των κτηματιών και θα καταλήξει για άλλη μια φορά φυγάδας σε αναζήτηση περάσματος προς την ελευθερία.
Αυτός που θα επιχειρήσει να τον σώσει, είναι εν τέλει ο αδελφός του, υπό την επιρροή και της καλόγνωμης συζύγου του, της Νόρα. Στέλνει με προσωπικό ρίσκο χρήματα στην αναμένουσα οικογένεια από την άλλη πλευρά των συνόρων και καλπάζει μέσα στη νύχτα προς ανεύρεση του δραπέτη, ενώ από άλλους δρόμους σπεύδουν οι διώκτες, η αστυνομία και τα λαγωνικά. Μέχρι την τελική σκηνή της συνάντησης των δύο αδελφών, της αναγνώρισης των ευθυνών, της απενοχοποίησης, της επίλυσης της συγκρουσιακής κατάστασης, με τεράστιο ωστόσο κόστος για τον έναν από τους δυο. Η σχέση θύτη και θύματος έχει πλήρως αναστραφεί.
Η γοητεία της ανθρωπογεωγραφίας
Ο Ζορζ Σιμενόν μοιάζει καταγοητευμένος από το πρωτόγνωρο σκηνικό στις εσχατιές της Αγριας Δύσης όπου τον έφερε η μοίρα. Αποδίδει με εκπληκτική διεισδυτικότητα την ατμόσφαιρα των συνόρων, τον λανθάνοντα ερωτισμό, τις κοινωνικές αντιφάσεις και πρωτίστως τη φυσική γεωγραφία της περιοχής – όπως άλλωστε πάντα έκανε ακόμη και με το μικρότερο χωριό του Βελγίου όπου ενδεχομένως τοποθετούσε τη δράση ενός βιβλίου του. Απορροφά τις νέες εμπειρίες με τις ικανότητες μωρού παιδιού και τις ανασυνθέτει με την ικανότητα του ώριμου λογοτέχνη στην ακμή του. Το ημιερημικό τοπίο της Αριζόνα τον οδηγεί σε βιβλικά αλληγορικά μονοπάτια, αλλά η παραδοσιακή σύγκρουση των δύο αδελφών οδηγείται σε σύγχρονες φροϊδικές και υλιστικές ερμηνείες, μέσω του καλά αφομοιωμένου λογοτεχνικού μοντερνισμού του. Οι πληροφορίες για την προϊστορία των ηρώων δίνονται αποσπασματικά στον αναγνώστη και ακόμη πιο αποσπασματικά στους άλλους εμπλεκομένους. Ετσι η σύνθεση της συνολικής εικόνας αργεί κάπως και από αυτή την άποψη το βιβλίο ελαφρώς πάσχει. Κατά τα άλλα πάντως είναι μία ακόμη σπουδαία προσθήκη στη σειρά της Αγρας, και μάλιστα στα καθεαυτό σκληρά βιβλία του συγγραφέα.
Ζωρζ Σιμενόν
Ο πάτος του μπουκαλιού
Μτφ. Αργυρώ Μακάρωφ
εκδ. Αγρα,
σελ. 244
Τιμή 13 ευρώ