Η θέση της στο ελληνικό τραγούδι είναι ιδανική για όποιον θέλει να πλειοδοτήσει σε υπερθετικούς χαρακτηρισμούς και να δηλώσει παραίτηση μπροστά στην προσωπική μυθολογία της. Από τη δισκογραφική γέννησή της, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, «με φωνή για να ξεσηκώνει», υπηρέτησε πολλαπλές μεταμορφώσεις σε μια εποχή που «η εταιρεία» είχε το πάνω χέρι. Κυρίως επειδή το υλικό απ’ το οποίο είναι φτιαγμένο το είδωλο βασίζεται σε πολλαπλές δημιουργικές αντιφάσεις. Η Χαρούλα της λαϊκής εξωστρέφειας που μεταμορφώθηκε στην Αλεξίου του «Δι’ ευχών». Οι χαμηλές «Κυριακές στην Κατερίνη» που γίνονταν κρεσέντο στο «Ζήλεια μου». Η φωνή στην οποία τα ηλεκτρικά συγκροτήματα της πόλης, όπως οι Φατμέ, αναζητούσαν τη «νοσταλγία για κάτι ακαθόριστο, μακρινό και υπόγειο», κατά την έκφραση του Χρήστου Βακαλόπουλου («Ονειρική υφή της πραγματικότητας»). Η πρώτη μεταξύ ίσων μιας γενιάς που εξέφρασαν το πέρασμα από τη Μεταπολίτευση στη δισκογραφική ευμάρεια και τους πειραματισμούς. Η ερμηνεύτρια που λειτούργησε ως leader, επιδόθηκε στον «πρωταθλητισμό», όπως θα παραδεχθεί η ίδια, επέβαλε δικούς της όρους στο παιχνίδι του διαγκωνισμού – ακόμη και του παραγοντισμού – με τις εταιρείες. Σε ιδιόχειρους στίχους θα τραγουδήσει αρκετά νωρίς πώς έγινε «το στόμα των απόρων, στόχος των εμπόρων και θύμα της πολυγνωσίας» (σε μια ομολογουμένως πρώιμη αυτοκριτική για ορισμένες στιχουργικές, επικοινωνιακές και πολιτικές ακροβασίες).

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ