75 χρόνια από την απελευθέρωση του Αουσβιτς
Το ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι θανατώθηκαν, απελευθερώθηκε στις 27 Ιανουαρίου 1945. Δύο επιζώντες εξηγούν γιατί δεν πρέπει να ξεχαστεί ποτέ το Ολοκαύτωμα. Ιδιαίτερα σε μια εποχή εντεινόμενου αντισημιτισμού και εθνικισμού
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Η Ρενέ Σαλτ είχε μόλις συμπληρώσει τα 15 της χρόνια όταν έφθασε στις Πύλες της Κολάσεως. Το ταξίδι με τους γονείς της προς το Αουσβιτς, το ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης κοντά στην Κρακοβία, στην Πολωνία, έγινε με ένα φορτηγό που μετέφερε παλαιότερα αγελάδες. Μέσα σε αυτό ήταν στριμωγμένοι εκατοντάδες άλλοι Εβραίοι, χωρίς φαγητό, νερό ή αέρα, επί 24 ώρες. Οταν έφθασαν, οι άνδρες χωρίστηκαν από τις γυναίκες και τα παιδιά. Η Ρενέ, που είχε γεννηθεί στην Πολωνία, δεν ξαναείδε τον πατέρα της.
Μαζί με τη μητέρα της στήθηκαν στη γραμμή. Ο «άγγελος του θανάτου», ο αξιωματικός των SS Γιόζεφ Μένγκελε, ένας γιατρός που διεξήγε βάναυσα πειράματα με τους κρατουμένους, στεκόταν στην κεφαλή. «Οποτε έβλεπε δύο ανθρώπους να κρατιούνται χέρι χέρι, τους χώριζε με ένα νεύμα του χεριού του, ο ένας να πεθάνει, ο άλλος να ζήσει» λέει η Σαλτ. Οσοι έστελνε στα δεξιά πήγαιναν κατευθείαν στους θαλάμους αερίων. Ως εκ θαύματος - «η θέληση του Θεού, υποθέτω» -, τόσο η Ρενέ όσο και η μητέρα της στάλθηκαν στα αριστερά.
«Θυμάμαι τα πάντα. Στο μυαλό μου μπορώ να ξαναδώ όλα όσα συνέβησαν» λέει. «Μας πήγαν σε μια αίθουσα, μείναμε όλοι γυμνοί και μας κούρεψαν γουλί. Πήραν ό,τι είχαμε - κοσμήματα, ρολόγια, τα πάντα. Προσευχόμασταν όλοι, αγκαλιαζόμασταν και φιλόμασταν σαν να ήταν οι τελευταίες μας στιγμές». Τους έδωσαν ένα κομμάτι λευκό λινό με έναν αριθμό τυπωμένο πάνω, που έπρεπε να καρφιτσώσουν στα ρούχα που τους δόθηκαν - στην περίπτωση της Ρενέ, μια φαρδιά φούστα και το σακάκι μιας ανδρικής πιτζάμας. Ούτε εσώρουχα ούτε παπούτσια. Επί αρκετές εβδομάδες, οι φυλακισμένοι κάθονταν σε σειρές στο πέτρινο πάτωμα μιας καλύβας, νύχτα και μέρα.
«Μας πήγαιναν στο αποχωρητήριο μία φορά την ημέρα. Επίσης μία φορά την ημέρα μάς έφερναν σούπα μέσα σε ένα κατσαρολάκι, ένα για κάθε πέντε άτομα. Υπήρχαν πάντα διαφωνίες - "εσύ ήπιες ήδη τρεις γουλιές". Ολοι ήθελαν τη σούπα από τον πάτο του σκεύους, επειδή ήταν λίγο πιο πηχτή. Δεν μας επέτρεπαν να μιλάμε. Επρεπε να κοιμόμαστε όπως ήμασταν καθισμένοι».
«Δύο φορές την ημέρα γινόταν προσκλητήριο έξω από την καλύβα. Πολύ συχνά οι άνθρωποι κατέρρεαν από την αδυναμία. Κάποιες φορές κάποιος πέθαινε. Μας συμπεριφέρονταν σαν να είμαστε ζώα». Η 90χρονη Ρενέ θα σταθεί και πάλι τη Δευτέρα στις πύλες του Αουσβιτς - Μπίρκεναου. Μαζί με άλλους 200 επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος και δεκάδες αρχηγούς κρατών, πολιτικούς ηγέτες και αξιωματούχους θα τιμήσουν στις 27 Ιανουαρίου την 75η επέτειο της απελευθέρωσης του στρατοπέδου από ρώσους στρατιώτες.
Τουλάχιστον 1,1 εκατομμύρια άνθρωποι - οι περισσότεροι Εβραίοι - δολοφονήθηκαν στο Αουσβιτς, το μεγαλύτερο από τα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου. Τις εβδομάδες πριν από την άφιξη των δυνάμεων του Κόκκινου Στρατού στις 27 Ιανουαρίου, χιλιάδες φυλακισμένοι δολοφονήθηκαν με πυροβολισμούς, δεκάδες χιλιάδες εξαναγκάστηκαν σε πορείες θανάτου και οι περισσότεροι θάλαμοι αερίων καταστράφηκαν. Παρέμειναν περίπου 7.000 κρατούμενοι.
Τη Ρενέ Σαλτ και τη μητέρα της τις είχαν μεταφέρει περίπου τέσσερις μήνες νωρίτερα. Τις έστειλαν πρώτα να κάνουν σκληρή εργασία στο Αμβούργο και μετά στο στρατόπεδο του Μπέργκεν - Μπέλζεν που απελευθερώθηκε από βρετανικά στρατεύματα στις 15 Απριλίου 1945. Η 42χρονη μητέρα της Ρενέ πέθανε 12 ημέρες αργότερα και θάφτηκε σε μαζικό τάφο. Η Ρενέ νοσηλεύθηκε επί αρκετές εβδομάδες.
Από μια πολυμελή οικογένεια επέζησαν του Ολοκαυτώματος μόνο η Ρενέ και τρεις θείες της. Το 1949 παντρεύτηκε έναν βρετανό στρατιώτη, από εκείνους που απελευθέρωσαν το Μπέργκεν - Μπέλζεν, και απέκτησαν δύο παιδιά και πέντε εγγόνια. Επί δεκαετίες δεν είπε κουβέντα για τις εμπειρίες τους ούτε στους πιο στενούς συγγενείς της, παρότι υπέφερε από φρικτούς εφιάλτες. Ομως τελικά αποδέχθηκε μια πρόσκληση να πει την ιστορία της σε μαθητές σχολείου και το 2005 το BBC μετέδωσε το ντοκιμαντέρ «Εγγονός του Ολοκαυτώματος» για τη Ρενέ και τον τότε 13χρονο εγγονό της Αντριαν.
Επέστρεψε στο Αουσβιτς για πρώτη φορά όταν γύριζαν το ντοκιμαντέρ. «Δεν ήθελα να πάω. Ετρεμα, ήμουν τόσο φοβισμένη, ήταν τρομερό. Αλλά μάλλον εκεί έθαψα τα φαντάσματα» περιγράφει. Εκτοτε, επιστρέφει εκεί κάθε χρόνο - όμως αυτή μεθαύριο θα είναι η τελευταία επίσκεψη. Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, αναπόφευκτα ο αριθμός των επιζώντων του Ολοκαυτώματος μειώνεται γοργά. Σε μια εποχή κατά την οποία ο αντισημιτισμός διογκώνεται και πάλι στην Ευρώπη, «αυτή ίσως είναι η τελευταία σημαντική επέτειος που τιμούμε μαζί με εκείνους που έζησαν τον αδιανόητο τρόμο του Ολοκαυτώματος» λέει η Κάρεν Πόλοκ της εκπαιδευτικής οργάνωσης για το Ολοκαύτωμα.
Οι επιζήσαντες έχουν γίνει «ηθικά σύμβολα - όχι μόνο επιβίωσης αλλά και αντοχής» σχολιάζει ο Μάικλ Μπέρενμπαουμ, ειδικός για το Ολοκαύτωμα σε πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας. «Ηταν μάρτυρες του χειρότερου προσώπου της ανθρωπότητας και έγιναν φωνές αξιοπρέπειας και ανεκτικότητας. Η σκέψη ότι χάνουμε αυτή τη γενιά είναι εξαιρετικά οδυνηρή. Θα χάσουμε την αυθεντικότητα που προέρχεται από κάποιον που μπορεί να πει "βρισκόμουν εκεί"».
Η κληρονομιά της εγγονής
Υπάρχουν και οι «δευτερεύουσες» μαρτυρίες - η μεταφορά ιστοριών επιζώντων όπως τις διηγήθηκαν στα παιδιά και στα εγγόνια τους. Πολλοί απόγονοι εκείνων που παρέμειναν σε ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου έχουν τις δικές τους ιστορίες να αφηγηθούν για τη βαριά σκιά του Ολοκαυτώματος.
Η επιρροή στη «δεύτερη γενιά» έχει μελετηθεί εκτενώς, με ψυχολόγους και ακαδημαϊκούς να παρατηρούν συμπτώματα τραύματος, όπως κλινική κατάθλιψη, υπερβολικό άγχος και εξαρτήσεις σε κάποιους από τους απογόνους. Τώρα υπάρχουν ευρήματα που δείχνουν ότι κάποια μέλη ακόμα και της τρίτης γενιάς παλεύουν υπό το βάρος της οικογενειακής ιστορίας.
Οι γονείς της μητέρας της Αλισον Ναζαριάν επιβίωσαν στο Αουσβιτς και στο Μπέργκεν-Μπέλσεν, όπου και γεννήθηκε η μητέρα της. Εχει γράψει το βιβλίο «Επακόλουθα: Η κληρονομιά της εγγονής. Ιαση και ελπίδα» ως μέλος της τρίτης γενιάς. «Ημουν πολύ κοντά με τον παππού και τη γιαγιά. Μου μιλούσαν ελεύθερα και με πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή τους στη διάρκεια του Ολοκαυτώματος. Απορρόφησα τις εμπειρίες τους. Ηταν καθημερινό θέμα συζήτησης. Το Ολοκαύτωμα υπήρχε παντού γύρω μου, βρισκόταν σε κάθε ιστορία, σε κάθε συζήτηση, κάθε μέρα της ζωής μου» περιγράφει.
«Μου είπαν: μπορεί να έρθουν να μας πιάσουν ανά πάσα στιγμή, θα πρέπει να είσαι έτοιμη. Ακόμα και τώρα έχω πάντα έτοιμη μια τσάντα με διαβατήριο και τα απαραίτητα. Εχω και έναν παράλογο φόβο ότι θα τελειώσουν κάποια πράγματα της καθημερινότητας και δεν θα μπορώ να τα προμηθευτώ. Επρεπε να φθάσω στα 13 μου για να καταλάβω ότι δεν είχαν ζήσει το Ολοκαύτωμα όλοι οι παππούδες των φίλων μου. Με διαμόρφωσε». Η Ναζαριάν, 48 ετών σήμερα, αποφάσισε ότι δεν θα εκθέσει τα παιδιά της - την τέταρτη γενιά - στο ίδιο τραύμα. «Δεν θέλω να ακουστώ αρνητική - είμαι πολύ περήφανη για τους προγόνους μου. Ομως δεν πιστεύω ότι το να περνάμε το βάρος στους επόμενους βοηθά. Τα παιδιά μου είναι 100% ελεύθερα από αυτό».
Η Ναόμι Λεβί, κι αυτή δεύτερης γενιάς, θεωρεί ότι οι απόγονοι εκείνων που έζησαν τα ναζιστικά στρατόπεδφα θανάτου έχουν «έντονη αίσθηση απώλειας και φαντασμάτων από το παρελθόν». Εκείνη πέρασε μια περίοδο κατά την οποία προσπαθούσε να τα απωθήσει όλα, αλλά τελικά στράφηκε στην έρευνα και στην καταγραφή της οικογενειακής ιστορίας «προσπαθώντας να συνθέσω το παζλ». Οσον αφορά τα δικά της παιδιά, που τώρα είναι ενήλικοι, λέει: «Ηθελα να τα προστατεύσω από αυτό όσο περισσότερο μπορούσα».
«Σώθηκα από τους θαλάμους αερίων επειδή ήμουν ράφτης»
O Γιόζεφ Μαντρόβιτς είχε με την οικογένειά του μια ήρεμη ζωή στο χωριό Τζεμιερνίκι, ένα τυπικό πολωνικό χωριό με μεγάλη πλατεία. Μέχρι την ημέρα που τους πήραν - 1.000 Εβραίους - από το Τζεμιερνίκι. Ο πατέρας του έφτιαχνε μπότες, η μητέρα του ήταν ράφτρα και όλοι δούλευαν σκληρά. Ηταν κι αυτός ράφτης. «Μας συγκέντρωσαν οι άνδρες των SS, τον Μάιο του 1943, και μας είπαν να αδειάσουμε τις τσέπες μας. Οποιον είχε έστω και ένα απλό ζλότι (νόμισμα) τον εκτελούσαν επί τόπου. Μας μετέφεραν στο Μαντανέκ, 19 μίλια μακριά - ένα στρατόπεδο βασανιστηρίων με την πραγματική έννοια της λέξης. Επί 500 μέτρα βλέπαμε μόνο χαντάκια γεμάτα πτώματα, πόδια, κεφάλια. Μας έστειλαν στο Αουσβιτς τέσσερις εβδομάδες αργότερα. Φθάσαμε εκεί νωρίς το πρωί και μας έδωσαν ένα κρεβάτι, κάναμε μπάνιο, μας απολύμαναν και μας ξύρισαν. Μας έδωσαν ριγέ φόρμες και μας έκαναν τατουάζ τον αριθμό μας στο αριστερό χέρι. Εγώ ήμουν το 128164 - από εκεί και πέρα ήμουν ένας αριθμός, χωρίς όνομα.
Μετά μας έστειλαν στην Μπούνα (ένα υποστρατόπεδο του Αουσβιτς) και μας έβαλαν να δουλεύουμε. Επειτα από κάποιους μήνες εκεί, μια μέρα, όταν περπατούσα, είδα ένα παρτέρι με ντοματιές. Πέθαινα της πείνας και έτσι προσπάθησα να πάρω μερικές ντομάτες. Με έδειραν πάρα πολύ, δεν ξέρω πώς επιβίωσα. Εχω ακόμα τις ουλές στο σώμα μου. Με πήγαν στο νοσοκομείο και ήξερα τον κανόνα: εάν δεν γίνεις καλά σε 4-5 μέρες, σε πάνε στο Μπίρκεναου, σε θάλαμο αερίων.
Ημουν 20 ετών, ψηλός, ξανθός και, παρά το ξύλο που είχα φάει, ήμουν σε καλή κατάσταση. Οταν πέρασαν οι 5 ημέρες στο νοσοκομείο, με έστειλαν στους θαλάμους αερίων. Εκεί συνάντησα τον δρα Μένγκελε, που με ρώτησε τι συμβαίνει. Του είπα: "Μπορείτε να δείτε μόνος σας, με ξυλοκόπησαν". Με έστειλε πίσω στο νοσοκομείο, ίσως γιατί είδε ότι είμαι σε θέση να εργαστώ. Καθώς είχα εκπαιδευτεί ως ράφτης, αποφάσισε ότι ήμουν χρήσιμος. Οι στρατιώτες έπρεπε να δείχνουν ωραίοι, οπότε έρχονταν στο νοσοκομείο εάν ήθελαν να φτιάξω κάτι στη στολή τους. Το γεγονός ότι λόγω της νέας μου δουλειάς δεν έπρεπε να σηκωθώ το χάραμα μέσα στον σκληρό χειμώνα και να περιμένω με ελαφρά ρούχα επί ώρες για την καταμέτρηση, ήταν σημαντικό. Σημαίνει ότι η ραπτική μού έσωσε τη ζωή.
Αχ, αυτός ο Μένγκελε - τον έλεγαν δόκτορα, αλλά ήταν τόσο δόκτορας όσο εγώ είμαι στρατηγός. Είχα ακούσει τόσα φρικιαστικά γι' αυτόν ώστε φοβόμουν να τον κοιτάξω στα μάτια. Τον έβλεπα καθημερινά. Μου έκανε κι εμένα πείραμα - έπαιρναν αίμα από το χέρι μου, το επεξεργάζονταν και μου το έβαζαν πάλι. Δεν έχω ιδέα περί τίνος επρόκειτο. Για κάποιον ακατανόητο λόγο με "έσωσε για δεύτερη φορά, όταν αποφασίστηκε να αδειάσει το νοσοκομείο και 150 άτομα στάλθηκαν στους θαλάμους αερίων, εκτός από εμένα και ένα αγόρι από τη Θεσσαλονίκη. Ηταν ένας άνθρωπος γεμάτος μίσος - πρώτα και κύρια μίσος για τον εαυτό του και μετά για όλους τους άλλους.
Το 1944 μας έστειλαν σε πορεία θανάτου από το Μπίρκεναου στο Οράνιενμπουργκ και από εκεί στο Μπούχενβαλντ. Κατόπιν σε ορυχείο, όπου μας διέταξαν να σκάβουμε το βουνό για να φτιάξουμε κάποιου είδους μυστική πόλη. Από εκεί επιστρέψαμε περπατώντας στο Μπούχενβαλντ. Οποιον δεν ήταν ικανός να περπατήσει τον πυροβολούσαν. Από εκεί, μεγάλα τρένα μας μετέφεραν στο Τερεζίενσταντ ενώ οι Σοβιετικοί βομβάρδιζαν τις ράγες. Αισθανόμασταν ότι οι Γερμανοί βρίσκονταν κοντά στην κατάρρευση. Επί 17 ημέρες δεν είχαμε ούτε νερό, ούτε τροφή, τίποτα. Απελευθερωθήκαμε από τους Ρώσους στο Τερεζίενσταντ στις 9 Μαΐου. Εκδήλωσα τύφο και πέρασα αρκετές εβδομάδες στο νοσοκομείο πριν μπορέσω να φύγω. Εμαθα ότι την οικογένειά μου την είχαν πάει στην Τρεμπλίνκα το 1942 - οι γονείς μου, δύο αδελφοί, τρεις αδελφές, δύο ανιψιοί, δύο ανιψιές, μια θεία, ένας θείος, όλοι τους νεκροί».
