«Χειμώνιασε και φεύγουν τα πουλιά…». Με σκωπτικό μάλλον στόμφο απήγγελλε η μαμά μου το ποίημα του Γεωργίου Δροσίνη, ξυπνώντας με στις εξίμισι το πρωί. Ξεχνούσε τους ενδιάμεσους στίχους και έφτανε σε εκείνον που ίσως και να τον ένιωθε γραμμένο για την ίδια: «Και η σουσουράδα κάτω στην ακρογιαλιά δεν τρέχει, δεν πηδά, δεν καμαρώνει». Ουδόλως συμμεριζόμουν εγώ τη διάθεσή της. Aισθανόμουν φρικτά. Aρνιόμουν να συμβιβαστώ με το γεγονός ότι και στη Δευτέρα Δημοτικού – όπως και πέρυσι, στην Πρώτη – απαγορευόταν να πάω στο σχολείο με τα ξύλινα τσόκαρά μου παρά έπρεπε να φορέσω κλειστά παπούτσια.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ