Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Οι πληγές που άνοιξαν με τον πυρηνικό βομβαρδισμό της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι από τις ΗΠΑ στις 6 και 9 Αυγούστου 1945, στη δύση του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, υπήρξαν πολλές. Μια απ' αυτές ήταν ο ξέφρενος ανταγωνισμός στις πυρηνικές δοκιμές ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 οι δύο υπερδυνάμεις είχαν πλέον τη δυνατότητα μαζικής καταστροφής του πλανήτη. Το παγκόσμιο ειρηνιστικό κίνημα διογκωνόταν συνέχεια. Οι ηγέτες Τζον Κένεντι και Νικίτα Χρουστσόφ συνεννοήθηκαν για τον έλεγχο των πυρηνικών δοκιμών που μέχρι τότε εκτελούντο σε ειδικά ικριώματα, λίγο ψηλότερα από την επιφάνεια ερημικών εκτάσεων. Αλλά αυτή η πρακτική δεν επέτρεπε τον έλεγχο, δηλαδή το πού, πότε και με ποια ισχύ γινόταν η δοκιμή. Ταυτόχρονα μολυνόταν ραδιενεργά η ατμόσφαιρα, γεγονός που ξεσήκωνε περισσότερο την παγκόσμια κοινή γνώμη. Οι δύο ηγέτες συμφώνησαν σχετικά εύκολα στο να διενεργούν τις δοκιμές τους στο υπέδαφος. Αφού ενημερώθηκαν επιστημονικά και σχεδόν έγιναν και οι ίδιοι «σεισμολόγοι», η συμφωνία έκλεισε το 1964 γιατί γινόταν πλέον εφικτή η παρακολούθηση των δοκιμών μέσω της καταγραφής των σεισμικών κυμάτων που αυτές παράγουν. Η σεισμική καταγραφή προσέφερε τη δυνατότητα στην κάθε πλευρά να παρακολουθεί το τι κάνει η άλλη πλευρά. Αναπτύχθηκαν δύο νέα παγκόσμια σεισμολογικά δίκτυα ελεγχόμενα από τις δύο υπερδυνάμεις. Από εκείνο των ΗΠΑ επωφελήθηκε και το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Εθνικού Αστεροσκοπείου το 1965. Η «δικαστική σεισμολογία», όπως απεκλήθη, αναδείχθηκε σε πρωταγωνιστή στην προσπάθεια διασφάλισης της παγκόσμιας ειρήνης. Οι περισσότερες χώρες προσυπέγραψαν τη συμφωνία αυτή. Αλλες όμως δεν συμφώνησαν, όπως η Γαλλία που δεν διέθετε κατάλληλα εδάφη για τις δοκιμές της που πάντα πραγματοποιούντο μέσα στη θάλασσα στον Ειρηνικό Ωκεανό. Οι κακές γλώσσες λένε ότι οι δύο μεγάλοι ηγέτες συμφώνησαν γιατί είχαν στο πίσω μέρος του μυαλού τους και κάτι άλλο, δηλαδή να αναπτύξουν στο μέλλον τεχνικές απόκρυψης των δικών τους δοκιμών, το οποίο, όμως, δεν έγινε τελικά κατορθωτό. Η «δικαστική σεισμολογία» αναπτύχθηκε σε ειδικό επιστημονικό κλάδο εστιάζοντας στην ανίχνευση των πυρηνικών δοκιμών μέσω των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων που διακρίνουν τις δοκιμές από τους σεισμούς.
Η αρμοδιότητα της παρακολούθησης ανετέθη σε ειδικό οργανισμό του ΟΗΕ (CTBTO) που διαθέτει εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό αλλά και δικό του σεισμογραφικό εξοπλισμό, πέραν των καταγραφών που συνεισφέρουν όλα τα σεισμογραφικά δίκτυα στον κόσμο. Παράλληλα, με τη «δικαστική σεισμολογία» προόδευσε εξαιρετικά η ίδια η σεισμολογία γιατί αναπτύχθηκαν παγκόσμια συστήματα με χιλιάδες σεισμογράφους, κατεγράφησαν χιλιάδες πυρηνικές δοκιμές, μελετήθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες σεισμικά κύματα, βελτιώθηκαν δραστικά οι τεχνικές υπολογισμού των επικέντρων και μεγεθών των σεισμών και παράλληλα αποκτήθηκαν πολυτιμότατες γνώσεις για το εσωτερικό της Γης. Σήμερα η σεισμολογία και η φυσική του εσωτερικού της Γης θα ήταν ακόμη πολύ πίσω αν δεν είχε υπάρξει η «δικαστική σεισμολογία». Αποτελεί μοναδικό παράδειγμα στη ιστορία της επιστήμης το πώς ο στρατιωτικοπολιτικός ανταγωνισμός δύο υπερδυνάμεων είχε ως άμεσο αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την εξαιρετική προώθηση της επιστήμης, της σεισμολογίας εν προκειμένω.
Ο Δρ. Γεράσιμος Α. Παπαδόπουλος είναι σεισμολόγος, επιστημονικός συνεργάτης ΕΕ & UNESCO