Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Τυφλωμένοι από την ανερχόμενη χρηματιστηριακή αγορά και το χαμηλό ποσοστό ανεργίας των τελευταίων 50 ετών, λίγοι τολμούν να αμφισβητήσουν τη σοφία της οικονομικής πολιτικής των ΗΠΑ. Η άμεση ικανοποίηση έχει υπονομεύσει την αυστηρότητα της αντικειμενικής και πειθαρχημένης ανάλυσης. Αυτό είναι μεγάλο λάθος. Ο τοξικός συνδυασμός των λανθασμένων δημοσιονομικών κινήτρων, η επιθετική επιβολή δασμών και οι πρωτοφανείς επιθέσεις στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ απαιτούν μια πιο σοβαρή κριτική της πολιτικής Τραμπ.
Για τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Tραμπ και τους υποστηρικτές του, η τέχνη του να παρουσιάζει τα γεγονότα όπως επιθυμεί έχει μεταφερθεί σε ένα νέο επίπεδο. Προφανώς, δεν έχει σημασία ότι τα ομοσπονδιακά ελλείμματα έχουν διευρυνθεί κατά περίπου 1,5 τρισεκατομμύρια δολάρια για την επόμενη δεκαετία ή ότι το δημόσιο χρέος θα φθάσει έως το 2029 σε ποσοστό 92% του ΑΕΠ που είναι το υψηλότερο επίπεδο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι φορολογικές περικοπές που προκαλούν αυτές τις ανησυχητικές τάσεις παρουσιάζονται ως μέρος της πολιτικής «Να γίνει η Αμερική μεγάλη και πάλι».
Υπάρχουν βασικά προβλήματα με την προσέγγιση του Tραμπ στην οικονομική πολιτική. Πρώτον, υπάρχει αποσύνδεση μεταξύ πρόθεσης και αντίκτυπου. Οπως υποστηρίζεται οι μεγάλες περικοπές των εταιρικών φόρων αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα των ΗΠΑ. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τα ελλείμματα και το χρέος δεν έχουν σημασία.
Επιπλέον, οι δασμοί του Tραμπ δημιουργούν προβλήματα. Με το εξωτερικό εμπόριο να αντιπροσωπεύει σήμερα το 28% του ΑΕΠ, έναντι 11% το 1929, οι ΗΠΑ, ως χώρα-οφειλέτης σήμερα, είναι πολύ πιο ευάλωτες σε μια εμπορική κρίση από όσο παλιότερα.
Το δεύτερο κρίσιμο πρόβλημα στη δέσμη οικονομικών πολιτικών Tραμπ είναι η αποτυχία της να εκτιμήσει τους δεσμούς μεταξύ δημοσιονομικών ελλειμμάτων, δασμών και νομισματικής πολιτικής.
Οι δασμοί ενδέχεται να μεταφέρουν αλυσίδες εμπορίου και εφοδιασμού από την Κίνα σε χώρες παραγωγής υψηλότερου κόστους. Οι αμερικανοί καταναλωτές θα πληγούν με το λειτουργικό ισοδύναμο των αυξήσεων φόρων, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο πληθωρισμού.
Τέλος, υπάρχει πάντοτε το περιθώριο χρόνου που πρέπει να λάβουμε υπόψη κατά την αξιολόγηση των επιπτώσεων της πολιτικής. Ενώ τα χαμηλά επιτόκια μειώνουν τις βραχυπρόθεσμες πιέσεις στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, καθώς τα δημοσιονομικά ελλείμματα αυξάνονται, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι μια τέτοια τάση θα διατηρηθεί μακροπρόθεσμα.
Ο Στίβεν Ρόουτς είναι πρώην πρόεδρος της Morgan Stanley Asia και επικεφαλής οικονομολόγος της εταιρείας. Είναι συνεργάτης του Jackson Institute of Global Affairs του Yale University