Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Η πορεία προς τις ευρωεκλογές χαρακτηρίζεται κυρίως από την έντονη και με προσωπικές αναφορές αντιπαράθεση ανάμεσα στον πρωθυπουργό και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τα δε θέματα που απασχολούν την πολιτική συζήτηση επικεντρώνονται κυρίως στα ζητήματα της επικαιρότητας, όπως οι τελευταίες οικονομικές εξαγγελίες της κυβέρνησης, καθώς και σε αυτά που σχετίζονται με την προσωπική ζωή των αρχηγών των δύο μεγαλύτερων κομμάτων. Για μια μερίδα όμως πολιτών της χώρας μας, ιδιαίτερα στον Βορρά, όλα αυτά ενδιαφέρουν λιγότερο και είναι σχεδόν αποκλειστικά το ζήτημα του Μακεδονικού που τους απασχολεί για τον καθορισμό της στάσης τους στις επερχόμενες εκλογές.
Δεν θα ασχοληθώ με θέματα που έχουν ήδη αναλυθεί εκτεταμένα όπως γλώσσας, εθνότητας και ιστορικής εξέλιξης του προβλήματος. Ούτε με τα λάθη διαχείρισης της υπόθεσης από την τωρινή ή από προηγούμενες κυβερνήσεις. Θα ασχοληθώ απλά με ένα βασικό δίλημμα που πολλοί πολίτες, είτε είναι υπέρ ή κατά της συμφωνίας, έχουν να αντιμετωπίσουν στις ευρωεκλογές.
Με δεδομένη την ήδη ψήφιση και σταδιακή υλοποίηση της Συμφωνίας, ο ψηφοφόρος, πριν δώσει την ψήφο του, θα πρέπει να αξιολογήσει με το χέρι στην καρδιά αν τα αποτελέσματα της Συμφωνίας συμφέρουν ή όχι τη χώρα.
Τα θετικά αποτελέσματα της Συμφωνίας. Πρώτον, η ονομασία της βόρειας χώρας ως Δημοκρατία της Μακεδονίας καταργήθηκε. Αυτό είναι προφανώς μεγάλο επίτευγμα αφού πριν από τη Συμφωνία όλες σχεδόν οι χώρες του κόσμου αποκαλούσαν τον βόρειο γείτονά μας με έναν όρο που ήταν ανάθεμα για όλους τους Ελληνες.
Δεύτερον, η χώρα μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών έχει πάψει να είναι το μαύρο πρόβατο της Ευρώπης. Ο πρωθυπουργός από σχεδόν όλους τους ευρωπαίους θεωρείται παράδειγμα ενός ηγέτη που αποφάσισε να διακινδυνεύσει τη μείωση της δημοτικότητάς του βάζοντας το εθνικό συμφέρον πάνω από το κομματικό. Βέβαια, για τους επικριτές του Αλέξη Τσίπρα η πολιτική της κυβέρνησης προωθεί τα γεωπολιτικά συμφέροντα των Ευρωπαίων και Αμερικανών που θέλουν να σταματήσουν τη διείσδυση της Ρωσίας στα Βαλκάνια. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως ο πρωθυπουργός έγινε το πιόνι των ξένων. Γιατί σε αυτή την περίπτωση τα ελληνικά συμφέροντα συγκλίνουν με αυτά των εταίρων μας και των συμμάχων μας στο ΝΑΤΟ. Αφού χρειαζόμαστε τη στήριξη των τελευταίων σε μια περίοδο όπου η Τουρκία ακολουθεί μια άκρως επιθετική πολιτική εναντίον της χώρας μας.
Τρίτον, η οικονομική συνεργασία με τη Βόρεια Μακεδονία, παρ' όλα τα σοβαρά τεχνικά προβλήματα, βοηθάει την ανάπτυξη της οικονομίας και των δύο χωρών. Πιο γενικά, μας καθιστά τον κύριο παίκτη στον βαλκανικό Νότο.
Τα αρνητικά αποτελέσματα. Εδώ η θέση της αντιπολίτευσης είναι πως κεντρικά θέματα όπως η μη λύση των προβλημάτων της ταυτότητας και της εθνότητας παραμένουν άλυτα και ευνοούν τον αλυτρωτισμό και τις επεκτατικές βλέψεις του βόρειου γείτονα. Αρα η αντιπολίτευση στοχεύει σε μια νέα διαπραγμάτευση με τη Βόρεια Μακεδονία, όταν μια μελλοντική ελληνική κυβέρνηση θα απαιτήσει σημαντικές αλλαγές χρησιμοποιώντας το βέτο που έχουμε στην ΕΕ. Αλλά όπως ο Νίμιτς σωστά τόνισε, η τωρινή Συμφωνία είναι η τελευταία ευκαιρία που είχαμε να λυθεί το Μακεδονικό, που ταλανίζει τη χώρα για πάνω από 25 χρόνια. Η ιδέα πως με το βέτο που διαθέτουμε θα μπορέσουμε να αλλάξουμε την κατάσταση είναι κενή περιεχομένου. Οι Ευρωπαίοι θα βρουν τρόπο να αποδυναμώσουν το βέτο μας και να εντάξουν τη χώρα της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ. Αυτό σίγουρα το ξέρει η αντιπολίτευση. Αλλά και ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Φώφη Γεννηματά για μικροκομματικούς λόγους απέρριψαν τη Συμφωνία και εμμένουν στη μελλοντική χρήση του βέτο.
Υπάρχει βέβαια και μια πιο απόλυτη θέση της αντιπολίτευσης. Με έναν πιο ακραίο τρόπο, μερικοί απορρίπτουν τη Συμφωνία γιατί με την ονομασία Βόρεια Μακεδονία υπονοείται πως ο όρος Μακεδονία παύει να είναι αποκλειστικά δικός μας. Είναι η «ψυχή μας», είναι ένα αναπόσπαστο μέρος της εθνικής μας ταυτότητας και κουλτούρας, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στη μακρά περίοδο, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ακόμα και αν όλες οι χώρες της οικουμένης διαφωνούν μαζί μας, εμείς δεν πρέπει να ενδώσουμε. Δεν πρέπει ποτέ να αναγνωρίσουμε τον βόρειο γείτονα όταν χρησιμοποιεί τον όρο Μακεδονία στον αυτοπροσδιορισμό του. Θα πολεμήσουμε μέχρι τέλους υπέρ βωμών και εστιών. Δεν θα αρνηθούμε ποτέ την εθνική ταυτότητά μας.
Συμπέρασμα. Σήμερα η επιλογή που έχουν οι πολίτες, και αυτοί που ήταν κατά και αυτοί που είναι υπέρ της Συμφωνίας, είναι η εξής:
- Ή να θεωρήσουν ότι διεμείφθη προδοσία, υποταγή στα γεωπολιτικά συμφέροντα των Ευρωπαίων και Αμερικάνων και υπονόμευση της εθνικής ταυτότητας.
- Ή να την αποδεχτούν αξιολογώντας τα θετικά στοιχεία της: την κατάργηση της ονομασίας «Δημοκρατία της Μακεδονίας», τη θεαματική καλυτέρευση της σχέσης μας με τους Ευρωπαίους και Αμερικάνους που έχουμε την ανάγκη της στήριξής τους σε ό,τι αφορά την εντεινόμενη τουρκική επιθετικότητα, και τέλος την ενίσχυση της οικονομικής και πολιτικής επιρροής μας στον βαλκανικό χώρο.
Αν μπορέσουν να το δουν μέσα από αυτήν την οπτική, νομίζω πως αν όχι όλοι αλλά πολλοί που ήταν αντίθετοι με τη Συμφωνία των Πρεσπών, θα μπορέσουν να αλλάξουν γνώμη.