Το Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων που υπέβαλε η κυβέρνηση στην Κομισιόν και δημοσιοποιήθηκε το Μεγάλο Σάββατο αναβάλει για μια ακόμη φορά την ανάσταση της ελληνικής οικονομίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι η εξέλιξη του -12.2% (2018) στον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου είναι η πλέον ανησυχητική. Η χώρα τρώει τις σάρκες της αλλά η κυβέρνηση πανηγυρίζει στην Εκθεση για την υπέρβαση του στόχου του 3,5% πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος το 2018 στο 4,4%, ενώ άλλο ένα 4,7% προβλέπεται για το 2019! Για να είναι κανείς δίκαιος, η κυβέρνηση είναι αξιόπιστη στον τομέα αυτό.

Κατ’ αρχάς, προκύπτει ένα ζήτημα σχετικά με την ποιότητα της Εκθεσης. Πρόκειται για ένα σύνολο ατεκμηρίωτων προθέσεων και διαταγών σε ένα κείμενο που βρίθει από «αναμένεται» και «προβλέπεται». Αφήνει κανείς κατά μέρος τις εικοτολογίες που συνοψίζονται στην πρόθεση «… η ανάπτυξη να προέλθει από τις επενδύσεις… και τη φιλικότητα του φορολογικού συστήματος»! Το ευχολόγιο συνεχίζεται με την «ολοκληρωμένη… εφαρμογή ενίσχυσης της παραγωγικότητας»! Μετά δηλαδή την «αποτελεσματική αντιμετώπιση των γενεσιουργικών αιτιών των νέων ανισορροπιών» ή και τη «βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ως αποτέλεσμα της ανταγωνιστικότητας τιμών και του κόστους εργασίας» (!) θα έρθει η ανάπτυξη του… 2% κάθε χρόνο αφού οι επενδύσεις, παρά το ότι θα λείψουν πάλι το 2019 (3,9% αντί για 11,9% προηγούμενη πρόβλεψη), θα εκτοξευθούν στο 2020 στο +12,9%. Για ποιο λόγο και πώς, κανείς δεν μας εξηγεί, εκτός κι αν προεξοφλείται μια επιτυχία της επόμενης κυβέρνησης. Μένουν οι διάφορες πρωτοβουλίες φόρουμ (αγροδιατροφής κ.ά.) «…παρά τους περιορισμούς πολιτικο-ιδεολογικής φύσης (έμφαση σε οριζόντιες πολιτικές)» (!). Εδώ οι συντάκτες της Εκθεσης πραγματικά «το τερμάτισαν».

Αδυνατεί πάντως κανείς να κατανοήσει το πώς μπορεί να συμβεί «αλλαγή του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής, λελογισμένα επεκτατικής, φιλικής προς την ανάπτυξη», όταν η πρόθεση είναι το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα να συνεχίσει να ξεπερνάει σταθερά το 4-4,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022. Αλλαγή του μείγματος θα πει για παράδειγμα ότι μειώνω τους φόρους και αυξάνω τις δαπάνες με αποτέλεσμα να έχω ένα αποτέλεσμα επέκτασης. Ή ότι ένας ταυτόχρονος περιορισμός φόρων και δαπανών ως % ΑΕΠ θα ήταν επεκτατικός καθώς θα αύξανε την ιδιωτική δαπάνη, κατανάλωση και επένδυση, ενώ μια αύξηση φόρων και δαπανών θα είχε το αντίθετο αποτέλεσμα. Πώς εννοεί η κυβέρνηση τη «λελογισμένη επέκταση», ουδείς καταλαβαίνει. Πάντως εάν τα φορολογικά έσοδα από 50,2 δισ. (2017) προβλέπεται να  σκαρφαλώσουν περίπου στα 51,2 δισ. (2018 και 2019), ειδικότερα οι φόροι από τα 43,9 δισ. (2017) στα 45,4 δισ. (2018) και 46,4 δισ. (2019) και το σύνολο των δαπανών μη-χρηματοοικονομικών συναλλαγών κυμανθούν στο ίδιο επίπεδο από το 2017 δηλαδή περίπου στα 56,8 (2019, πρόβλεψη), αυτό δεν λέγεται μείγμα «λελογισμένα επεκτατικής» δημοσιονομικής πολιτικής.

Τέλος, η κυβέρνηση διατείνεται ότι η «κοινωνική δικαιοσύνη» οδηγεί γενικώς σε επέκταση. Αφήνοντας κατά μέρος ότι τίποτα τέτοιο δεν υπάρχει, η τόνωση της ζήτησης για επενδύσεις, που επί των ημερών της έχει καταρρεύσει, είναι αυτή που οδηγεί σε επέκταση μέσω διαδοχικών αυξήσεων παραγωγικότητας, αμοιβών και ιδιωτικής δαπάνης.

Ο  Θ. Πελαγίδης, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και ανωτ. εταίρος στο Brookings Institution, είναι σύμβουλος μακροοικονομίας του προέδρου της ΝΔ