Οδεύοντας προς την Ολομέλεια της Βουλής, τρία πορίσματα συνάγονται από τις συνεδριάσεις στην Eιδική Kοινοβουλευτική Επιτροπή για την Αναθεώρηση του Συντάγματος.

Πρώτον, η ύψιστη θεσμική λειτουργία της αναθεώρησης δεν απασχόλησε διόλου την ελληνική κοινωνία. Η πολιτική και κοινοβουλευτική επικαιρότητα, ιδίως σε σχέση με την κύρωση της Συνθήκης των Πρεσπών, επισκίασε απολύτως το έργο της επιτροπής. Το γεγονός αυτό είναι εξαιρετικά λυπηρό. Μια διαδικασία κρίσιμη για την αναδιάταξη και τον εκσυγχρονισμό των θεσμών, απασχόλησε μόνο τους μετέχοντες στην Επιτροπή και περιορισμένο μέρος της ακαδημαϊκής κοινότητας. Ακόμη και οι λίγες απόψεις που κατέθεσαν συνδικαλιστικοί φορείς συνιστούσαν παραίτηση από τον ορθό λόγο, όπως, για παράδειγμα, η πρόταση συνδικαλιστικών φορέων να «επιβάλλεται υποχρεωτικά σε όλες τις υπηρεσίες του Δημοσίου η μονιμοποίηση όλων των συμβασιούχων χωρίς όρους και προϋποθέσεις». Η δε επιτροπή διαλόγου για τη συνταγματική αναθεώρηση, με τη μορφή δημόσιας διαβούλευσης που προηγήθηκε της συζήτησης στη Βουλή, δεν παρήγαγε κανένα απολύτως ωφέλιμο αποτέλεσμα.

Δεύτερον, οι συζητήσεις στην επιτροπή διεξήχθησαν σε ευπρεπές και παραγωγικό κλίμα, μάλλον ασυνήθιστο για τα τρέχοντα κοινοβουλευτικά ήθη. Εντούτοις, οι συνεδριάσεις ήταν εξαιρετικά λίγες για να υπάρξει ουσιαστικός διάλογος για τα προτεινόμενα θέματα που κάλυπταν σχεδόν το σύνολο της ρυθμιστικής ύλης του Συντάγματος.  Οι εργασίες της  παρούσας επιτροπής διήρκεσαν μόλις δυόμισι μήνες (15 Νοεμβρίου 2018 έως 30 Ιανουαρίου 2019), ενώ η αντίστοιχη επιτροπή στο πλαίσιο της αναθεώρησης που ολοκληρώθηκε το 2001 συνεδρίαζε σε τακτά διαστήματα επί 5 μήνες (1 Ιουνίου έως 23 Οκτωβρίου 2000). Σε μόλις 18 συνεδριάσεις συζητήθηκαν στην παρούσα διαδικασία περισσότερα από 80 άρθρα που προτάθηκαν για αναθεώρηση από τις κοινοβουλευτικές ομάδες. Η αδικαιολόγητα εσπευσμένη διαδικασία προδίδει μια πολιτική χειραγώγηση εκ μέρους της κυβερνητικής πλειοψηφίας για να τεθεί το θέμα της αναθεώρησης στον μύλο των πολιτικών εξελίξεων.

Τρίτον, επί της ουσίας δεν διαφαίνεται ουσιαστική σύγκλιση σε σχέση με τη φιλοσοφία της αναθεώρησης. Η κυβερνητική πλειοψηφία επιμένει σε μια μικρή αναθεώρηση σε αυτονόητες και κοινής αποδοχής διατάξεις, όπως η ευθύνη των βουλευτών και των υπουργών, και με διατάξεις – ευχολόγια χωρίς καμία ουσιαστική αξία, όπως η υποκριτική πρόταση για τη μη ιδιωτικοποίηση της ενέργειας και των υδάτων. Αντιθέτως, η αξιωματική αντιπολίτευση κατέθεσε ένα ευρύ πλέγμα διατάξεων προς αναθεώρηση που απελευθερώνουν το αναπτυξιακό δυναμικό της χώρας, εξασφαλίζουν την ουσιαστική αυτοδιοίκηση των δήμων και των περιφερειών, εκσυγχρονίζουν τη Διοίκηση και τη Δικαιοσύνη και δημιουργούν ένα ασφαλές πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον. Διαφαίνεται, συνεπώς, ότι δεν θα υπάρξει συναίνεση ώστε να τεθεί σε αναθεώρηση μια κρίσιμη μάζα από αυτές τις προτάσεις. Είναι προφανές ότι σκοπός της πλειοψηφίας είναι, όπως άλλωστε έχει συνομολογηθεί από τα πλέον υπεύθυνα κυβερνητικά χείλη, ότι σκοπός της κυβερνητικής πρότασης είναι να ματαιωθεί για μια δεκαετία η «νεοφιλελεύθερη» αναθεώρηση. Αναχρονιστική και στάσιμη εμμονή. Μια ακόμη μεγάλη ευκαιρία για θεσμική επανεκκίνηση φαίνεται να χάνεται.

Ο Γιώργος Γεραπετρίτης είναι καθηγητής Νομικής ΕΚΠΑ.