Είμαστε στην επόμενη μέρα από την κύρωση και επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Τα πολιτικά αποτελέσματα ήδη παράγονται. Οι ίδιοι οι Σκοπιανοί επιμένουν στο όνομα Μακεδονία και όχι Βόρεια Μακεδονία και οι διεθνείς ηγέτες συγχαίρουν «τους Ελληνες και τους Μακεδόνες», όπως verbatim δηλώνουν, για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Αρα βρισκόμαστε σε αναμονή του πρώτου έλληνα πολιτικού που, μετά και την υπογραφή της Ελλάδας, θα αποκαλέσει τους γείτονές μας όπως ακριβώς τους αποκαλούν πλέον οι ξένοι ηγέτες, όπως όρισε δηλαδή η Συμφωνία των Πρεσπών, που ψηφίστηκε στο ελληνικό κοινοβούλιο. Γιατί ο τρόπος που τους αποκαλούν διεθνώς δεν είναι άλλος από εκείνον που η Ελλάδα συμφώνησε.

Παρότι διανύουμε λοιπόν την επόμενη μέρα, με το σημερινό μου κείμενο θέλω να θίξω ένα ζήτημα που πέρασε απαρατήρητο αλλά δεν είναι ήσσονος σημασίας. Προσωπικά έχω έναν λόγο παραπάνω να το κάνω και δικαίωμα επίσης γιατί ως υφυπουργός Εξωτερικών είχα πάρει πρωτοβουλίες το 2004 να μπορέσουν να επισκεφθούν την Ελλάδα πολιτικοί πρόσφυγες από τη χώρα της ΠΓΔΜ. Είναι άλλο ζήτημα η ανθρωπιστική προσέγγιση αυτού του ζητήματος και εντελώς άλλο ζήτημα ασφαλώς η προάσπιση των εθνικών συμφερόντων. Γιατί αυτό είναι το θέμα της σημερινής μου παρέμβασης και εξηγούμαι ευθύς αμέσως.

Κατά τη διαδικασία της συζήτησης της κύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών στη Βουλή των Ελλήνων ο Πρωθυπουργός στράφηκε προς τα έδρανα του ΚΚΕ και ούτε λίγο ούτε πολύ ζήτησε τον λόγο γιατί «σε εβδομήντα χιλιάδες πρόσφυγες του Εμφυλίου, το ελληνικό κράτος στέρησε το δικαίωμα το 1983 να επιστρέψουν στην πατρίδα τους». Και μάλιστα, προσποιούμενος τον σεμνό και μετριοπαθή, προσέθεσε και τη φράση «δεν θέλω να αναφερθώ σε αυτή την υπόθεση». Αναφέρθηκε όμως, και μάλιστα υπαινικτικά. Και αυτό είναι το επιβαρυντικό στη στάση του Πρωθυπουργού και συγχρόνως όμως το αποκαλυπτικό για τον τρόπο, την ανευθυνότητα και την προκλητικότητά του. Σε αυτή του την αναφορά υποκρύπτονται δύο κεφαλαιώδη λάθη.

Το πρώτο είναι ότι ακόμη και για το μείζον ζήτημα της εθνικής συμφιλίωσης, για την οποία πολλοί ηγέτες και ο ελληνικός λαός ακολούθως πήραν πρωτοβουλίες και κατέβαλαν προσπάθειες για να επιτευχθεί, ο Πρωθυπουργός αποφασίζει να ανασύρει από τη φαρέτρα του εμφυλιοπολεμικά επιχειρήματα με σκοπό να αφυπνίσει μίση και πάθη του παρελθόντος. Διαφεύγει φαίνεται στον Πρωθυπουργό ότι στην πολιτική και στην Ιστορία υπάρχουν, για χάρη της προόδου και της ειρήνης, κόκκινες γραμμές που μιλούν για λήθη στο παρελθόν και πίστη στο μέλλον. Υπάρχει ωστόσο και η περίπτωση, αφού επέλεξε να στραφεί στο ΚΚΕ, ο Πρωθυπουργός να γνωρίζει πολύ καλά αυτή τη συνθήκη αλλά επιδεικτικά να την προσπερνά ακολουθώντας την παγιωμένη τακτική του που προτάσσει το κομματικό έναντι του εθνικού.

Επιλέγω επίσης πολύ συνειδητά να αφήσω ασχολίαστη τη δηλητηριώδη αναφορά του Πρωθυπουργού για τον θάνατο της Ειρήνης Γκίνη απευθυνόμενος στο ΚΚΕ, γιατί η φράση από μόνη της αποτελεί τεκμήριο του πόσο αδίστακτος μπορεί να γίνει ο Α.Τσίπρας. Οποιος ενδιαφέρεται περαιτέρω, δεν έχει παρά να ανατρέξει στα πρακτικά της Βουλής της 24ης Ιανουαρίου 2019.

Το δεύτερο ατόπημα που υποκρύπτεται στα λόγια του Πρωθυπουργού είναι ότι αυτή την αποστροφή, αν είχε τα κότσια, όφειλε να την απευθύνει στα έδρανα της δικής μου παράταξης και να ζητήσει τον λόγο από εμάς γιατί εξαιρέθηκαν αυτές οι χιλιάδες από την επιστροφή στη χώρα μας. Αλλά δεν το έκανε. Γιατί ήξερε πολύ καλά ότι η απάντηση έρχεται μέσα από την ιστορική απόφαση του Ανδρέα Παπανδρέου και της κυβέρνησής του να επιστρέψουν στην Ελλάδα όλοι οι πολιτικοί πρόσφυγες, στο πλαίσιο της εθνικής συμφιλίωσης, που ήταν όμως «Ελληνες το γένος». Οσοι δεν ήρθαν επομένως δεν πληρούσαν αυτή τη βασική προϋπόθεση, χωρίς την οποία όμως ενδεχομένως ακόμη και ζήτημα μειονότητας θα μπορούσε μετά να είχε τεθεί.

Συνεπώς για άλλη μια φορά ο Α.Τσίπρας θυσίασε την ιστορική αλήθεια, παρέβλεψε σημαντικές παραμέτρους για τα εθνικά μας ζητήματα και επιπλέον επανέφερε τη ρητορική του Εμφυλίου. Το να ζητάς από τον Α.Τσίπρα να αλλάξει τα εγγενή χαρακτηριστικά του, του λαϊκισμού δηλαδή και του ψέματος, είναι προφανές ότι είναι ουτοπία. Το να μην είναι όμως ο πρωθυπουργός μιας χώρας, για την οποία λαμβάνει και τελεσίδικες ακόμη αποφάσεις στην εξωτερική της πολιτική, ανιστόρητος, θα έπρεπε να ήταν προαπαιτούμενο. Αυτά όμως δεν ισχύουν για τον σημερινό Πρωθυπουργό.

Ο Ανδρέας Λοβέρδος είναι κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΔΗΣΥ