Μετά το πέρας δύο εβδομάδων μεγάλων εξελίξεων (ψήφος εμπιστοσύνης, επικύρωση Συμφωνίας Πρεσπών), η εικόνα είναι η εξής: η κυβέρνηση κέρδισε τις ψηφοφορίες αλλά έχασε, κάτω από την επιφάνεια, τη στήριξη της Βουλής και της κοινωνίας.

Η κυβερνητική επιβίωση επιτεύχθηκε χάρις στην ενεργοποίηση ενός έξυπνου αλλά αντίθετου στη λογική του πολιτεύματος κοινοβουλευτικού μεκανό: πλειοψηφίες με κομμάτια που δεν ταιριάζουν αλλά που συγκολλούμενα δημιουργούν μια ασταθή ισορροπία. Οι 151 της ψήφου εμπιστοσύνης δεν θα ήταν τόσοι αν οι βουλευτές ψήφιζαν, όπως απαιτεί το Σύνταγμα, μόνο για να συνεχίσει μια κυβέρνηση που έχασε τον ελάσσονα εταίρο της και όχι, όπως «ερμήνευσαν» την ψήφο κάποιοι, ως αναγκαστική υποχώρηση για να περάσει μια επερχόμενη διεθνής συμφωνία. Η δε Συμφωνία ούτε θα λάμβανε 153 ψήφους εάν δεν είχε συνδεθεί με την εμπιστοσύνη, ούτε προεξοφλεί στήριξη σε επόμενες κυβερνητικές πρωτοβουλίες. Οι διπλές πλειοψηφίες μπορεί να εμφανίζουν μια πρόσκαιρη εικόνα υπερίσχυσης αλλά αφενός σφράγισαν τη μειωτική για τους θεσμούς πρακτική της κυβέρνησης και αφετέρου έβαλαν τα θεμέλια για μια πολιτική και κοινωνική αποδόμηση.

Γιατί η κρίσιμη διάσταση βρίσκεται σε επίπεδο κοινής γνώμης και γενικού συμφέροντος. Με τον τρόπο που διαπραγματεύτηκε με την άλλη πλευρά, χρησιμοποίησε για εσωτερική κατανάλωση, επιχειρηματολόγησε έναντι των άλλων κομμάτων και του ελληνικού λαού και πέρασε τελικά τη Συμφωνία μέσω του κοινοβουλευτικού μεκανό, δηλαδή χρησιμοποιώντας, σε κάθε βήμα, τη δύναμη της εξουσίας και τη βούληση του διχασμού, η κυβέρνηση εγκατέλειψε τον βασικότερο στόχο: την αποδοχή της Συμφωνίας από όσο το δυνατόν περισσότερες δυνάμεις του πολιτικού και κοινωνικού ορθολογισμού. Ενώ σχεδόν η παμψηφία όσων σκέπτονται με όρους λογικής, ιστορικότητας και προοπτικής θα μπορούσε να πάρει θέση υπέρ μιας λύσης που θα είχε βγει μέσα από δημόσιο διάλογο και θα προωθούσε μια λύση χωρίς αδικαιολόγητες παραχωρήσεις, η στάση της κυβέρνησης την έθεσε εκ των πραγμάτων στο περιθώριο και σχεδόν της επέβαλε την αδυναμία συναίνεσης. Τα δύο μεγάλα αγκάθια της Συμφωνίας έτσι όπως ολοκληρώθηκε, δηλαδή η κομματική της εργαλειοποίηση και η υστέρηση σε σχέση με τη διεθνή και εσωτερική δυναμική, δημιούργησαν ένα δεύτερο στρώμα εθνικού συμφέροντος, εξίσου άξιο υπεράσπισης με την επίλυση του ονοματολογικού.

Ποτέ στην πολιτική δεν μπορείς να πάρεις συναίνεση όταν έχεις σπείρει τον διχασμό. Το μάθημα αυτό η κυβέρνηση, αφού επιμένει να μην το καταλαβαίνει μόνη της, θα το πάρει αναγκαστικά από τις κάλπες. Με μεγαλύτερο κόστος για τη χώρα παρά για την ίδια.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος