Εχοντας περάσει από χίλια κύματα και με μειωμένη αποδοχή στο εσωτερικό των δύο μερών, η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί πραγματικότητα, αντικαθιστώντας τη διάτρητη (αλλά και χρήσιμη σε έναν βαθμό) ενδιάμεση συμφωνία του 1995. Πλέον, οι σχέσεις μας με τη γείτονα διέπονται από ένα συγκεκριμένο και δεσμευτικό πλαίσιο, το οποίο, εφόσον τηρηθεί, δύναται να εξομαλύνει τις διμερείς σχέσεις. H συμφωνία έχει ρήτρες και πρόνοιες (άρθρο 1.3 η’ και άρθρο 20.9) ώστε να διασφαλίσουμε ότι τουλάχιστον δεν θα αλλάξει στο μέλλον το όνομα της γειτονικής χώρας, καθώς επίσης, πως δεν θα προκύψουν εδαφικές αξιώσεις (άρθρο 4.1), αλυτρωτισμοί και ανάλογη προπαγάνδα (άρθρο 4.2) ή απόπειρα κατασκευής μειονοτήτων (άρθρο 4.3). Σε αντίθετη περίπτωση, η Ελλάδα εκτός από την προσφυγή στο διεθνές δικαστήριο, έχει στη διάθεσή της για την επόμενη δεκαετία+ το ευρωπαϊκό χαρτί.

Και για να γίνει κατανοητή η σημασία του αρκεί να επισημάνουμε πως: α) η Γαλλία έχει ήδη ζητήσει τη μετάθεση της λήψης απόφασης για την ημερομηνία έναρξης διαπραγματεύσεων για τα Σκόπια (προσώρας παραμένουν απλώς υποψήφια χώρα) για τον Δεκέμβριο αντί του Ιουνίου 2019, β) η Ρωσία καραδοκεί και οπωσδήποτε δεν έχει παραδώσει τα όπλα (άλλωστε η διαδικασία πλήρους ένταξης στο ΝΑΤΟ αναμένεται να διαρκέσει περίπου 1½ χρόνο και ενδέχεται να έχουν μεσολαβήσει εκλογές στη γείτονα), γ) τα πολλαπλά στάδια/κεφάλαια που καλείται να ολοκληρώσει η πΓΔΜ στον ούτως ή άλλως δύσβατο δρόμο προς την ευρωπαϊκή ένταξη συνεπάγονται συνεχείς σταθμούς/μοχλούς πίεσης για την ελληνική πλευρά, δ) η «σύνδεση» με την ΕΕ και η συνακόλουθη εισροή κεφαλαίων και επενδύσεων αποτελούν αναγκαία συνθήκη ανάταξης της οικονομίας τους και σταθεροποίησης της κατάστασης.

Η Συμφωνία των Πρεσπών έχει βέβαια και χτυπητές αδυναμίες. Η Αθήνα δεν επέμεινε στη βορειομακεδονική υπηκοότητα/ιθαγένεια, η οποία αποτελούσε την κόκκινη γραμμή της άλλης πλευράς. Εξίσου, δεν έδωσε μάχη για τη γλώσσα, καλυπτόμενη πίσω από την αμφιλεγόμενη 3η Διάσκεψη του ΟΗΕ του 1977. Ομοίως, προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία, παρέπεμψε (κακώς) το ζήτημα των εμπορικών σημάτων στο μέλλον. Ενοχλητική υπήρξε και η σιωπή της απέναντι στις προκλητικές δηλώσεις Ζάεφ (με κορυφαία αυτή περί «Αιγαιατών Μακεδόνων»), δημιουργώντας σύγχυση ως προς τις προθέσεις μας και πόσα είμαστε έτοιμοι να «χωνέψουμε», δίνοντας την αίσθηση μιας επικίνδυνης για τις διεθνείς σχέσεις χαλαρότητας/ελαφρότητας εκ μέρους μας. Επίσης, το άρθρο 7, αν και κατοχυρώνει την ελληνική ιστορία, είναι διφορούμενο εφόσον ως μη όφειλε κάνει αναφορές σε ιστορία, πολιτισμό και γλώσσα. Εντούτοις, η συμφωνία δεν ορίζει έθνος και λαό, καθώς αυτά δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο κανονιστικής ρύθμισης μεταξύ κρατών.

Εν κατακλείδι, οι Πρέσπες αποτελούν προϊόν συμβιβασμού (που θα μπορούσε να είναι καλύτερος), κινούνται, ωστόσο, σε ανεκτά επίπεδα. Το διακύβευμα από σήμερα είναι πώς θα καταφέρουμε σταδιακά να καταστούμε σημείο αναφοράς για την περιοχή, να θωρακιστούμε έναντι ενδεχόμενων περιφερειακών κρίσεων (ίσως και ανατροπών), να καταστούμε ο χρησιμότερος βαλκανικός εταίρος των γειτόνων μας, ακόμη και να αναζητήσουμε τον ρόλο ενός έντιμου διαμεσολαβητή. Ως προς την Τουρκία, ορισμένοι θεωρούν πως οι Πρέσπες στέλνουν μήνυμα αδυναμίας έναντί της. Οπωσδήποτε, πάντως, αυξήσαμε το απόθεμα του διπλωματικού μας κεφαλαίου, δείχνοντας διάθεση επίλυσης μιας χρονίζουσας διαφοράς. Στα ελληνοτουρκικά, όμως, οι όροι είναι πολύ διαφορετικοί, η εθνική συναίνεση απαραίτητη, το Κυπριακό χαίνουσα πληγή, συνεπώς, εκτός απροόπτου/σοβαρού επεισοδίου, το ισχύον καθεστώς θα παραμείνει σε (βολική;) εκκρεμότητα.

Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών ΙΔΙΣ