Στον ημιτελικό του Australian Open ο Τσιτσιπάς. Υποψήφιος για δέκα Οσκαρ ο Λάνθιμος. Από τους πολυτιμότερους παίκτες του ΝΒΑ ο Αντετοκούνμπο. Μήπως είναι τελικά αυτή «η Ελλάδα που αντιστέκεται / η Ελλάδα που επιμένει»;

Αυτό πάντως πιστεύει ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων. Κι αν με τον σκηνοθέτη της «Ευνοούμενης» είναι δύσκολο να το εκδηλώσουν, αφού οι ταινίες του δεν έχουν πια και πολλά ελληνικά στοιχεία, με τον 20χρονο σταρ του τένις ταυτίζονται πολύ πιο εύκολα. Μια ταύτιση που για ορισμένους θερμόαιμους δεν θα μπορούσε να μην περιλαμβάνει και το θέμα των ημερών. Πράγματι, συνθήματα για τη Μακεδονία φώναζαν οι Ελληνες της Μελβούρνης που είχαν συγκεντρωθεί έξω από το γήπεδο όπου έπαιζε ο Τσιτσιπάς με τον Φέντερερ, ενώ ο γνωστός για τις όχι και τόσο προοδευτικές του αναρτήσεις παλαίμαχος ποδοσφαιριστής Βασίλης Τσιάρτας υποστήριξε ότι ο Τσιτσιπάς έπαιξε «ως σύγχρονος Μέγας Αλέξανδρος».

Οι λαοί έχουν ανάγκη από είδωλα. Κι όταν δεν τα βρίσκουν στην πολιτική, τα αναζητούν στην τέχνη ή στον αθλητισμό. Είναι λογικό, είναι ανθρώπινο, είναι διαχρονικό και εκτονωτικό. Περιλαμβάνει όμως δύο κινδύνους. Ο ένας είναι να προβάλλεις στο είδωλο τις δικές σου ανησυχίες, φόβους ή ψευδαισθήσεις, προκειμένου να αισθανθείς πιο ασφαλής ή πιο ισχυρός. Ο Τσιτσιπάς είναι Ελληνας, άρα δεν μπορεί παρά να θεωρεί ότι η Μακεδονία είναι ελληνική. Ο Λάνθιμος είναι Ελληνας, άρα πρέπει να είναι εναντίον των Μνημονίων.

Ο δεύτερος κίνδυνος είναι να νομίζεις ότι οι διαπρέποντες αθλητές ή καλλιτέχνες αποτελούν ένα είδος εκπροσώπων της Ελλάδας στο εξωτερικό και κατά συνέπεια οι επιτυχίες τους εξυψώνουν το κύρος της χώρας τους. Μόνο που συνήθως οι άνθρωποι αυτοί διαπρέπουν χάρη στο ταλέντο τους και το πείσμα τους, όχι χάρη στην ενθάρρυνση ή τη στήριξη της πολιτείας. Ο Λάνθιμος το κατάλαβε νωρίς και αναζήτησε έμπνευση και χρηματοδότηση εκτός ελληνικών συνόρων. Ο Τσιτσιπάς μπορεί να γιορτάζει τις νίκες του με αρχαία γνωμικά και να δηλώνει υπερήφανος για την ελληνική σημαία, αλλά το μεγάλο μυστικό της εκρηκτικής του ανόδου είναι οι δύο διαφορετικές κουλτούρες του, η ελληνική (από τον πατέρα του) και η ρωσική (από τη μητέρα του). «Η μητέρα μου με έμαθε να είμαι πειθαρχημένος στο παιχνίδι μου» είπε πέρυσι στους New York Times. «Αυτό πιστεύω ότι με βοήθησε πολύ: η πειθαρχία. Κάτι που στην ελληνική κουλτούρα δεν είναι και τόσο συνηθισμένο, θα έλεγα».

Οσο για τον Greek Freak, έζησε στο πετσί του πριν από δύο χρόνια την ελληνική εμπάθεια, όταν κατηγορήθηκε ακόμη και από την επίσημη Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης ότι σκηνοθέτησε τον τραυματισμό του για να μην παίξει στην εθνική ομάδα.

Μακάρι να πάει στον τελικό ο Τσιτσιπάς και να πάρει Οσκαρ ο Λάνθιμος. Είναι Ελληνες και είναι άξιοι, αλλά δεν είναι άξιοι ως Ελληνες.