Εξαιρετικά πυκνές από πλευράς εξελίξεων αυτές οι μέρες, κρίνουν όχι μόνο τη συνέχιση μιας κυβερνητικής θητείας αλλά και την αντοχή πολιτεύματος και θεσμών. Ηδη, από τα θέματα ψήφου εμπιστοσύνης, που λύθηκαν με τον σωστό, κατά τη γνώμη μου, τρόπο μέσω της επιλογής του Πρωθυπουργού για παροχή οιονεί «νέας δεδηλωμένης», περάσαμε στη σχέση «νέας δεδηλωμένης» και Συμφωνίας των Πρεσπών και σε θέματα που σχετίζονται με την επικύρωσή της. Κι εδώ, ξαφνικά, μπήκε στο παιχνίδι, τόσο από πλευράς του απελθόντος υπουργού Εθνικής Αμυνας και σκιώδους, ακόμα, κυβερνητικού συμμάχου, όσο και από μια μεγάλη ξένη δύναμη, η ιδέα ενός δημοψηφίσματος για το «Μακεδονικό».

Να το πω όσο πιο καθαρά γίνεται: αυτή η ιδέα είναι απολύτως αποκρουστέα. Οχι μόνο γιατί γίνεται εκ του πονηρού – για να εγκλωβίσει και όχι για να λύσει. Οχι μόνο γιατί η παρέμβαση της Ρωσίας είναι πέραν του αποδεκτού διπλωματικού ορίου – η αιφνίδια ευαισθητοποίηση μιας ξένης χώρας για τον τρόπο λήψης μιας σημαντικής εθνικής απόφασης δεν έχει ούτε νομικό ούτε ηθικό έρεισμα, υποκρύπτει μονάχα γεωπολιτικό συμφέρον. Ούτε καν γιατί προέρχεται από τη Ρωσία του κ. Πούτιν, δηλαδή από μια χώρα, ένα καθεστώς και έναν ηγέτη που έχουν δώσει δείγματα γραφής για τη σχέση τους με τη Δημοκρατία, το Κράτος Δικαίου και τις διεθνείς σχέσεις – δείγματα, εξάλλου, που καθιστούν ακόμα πιο προβληματική τη στενή σχέση που αρχικά προσπάθησε να συνάψει με τη Ρωσία η παρούσα κυβέρνηση.

Οι βασικοί λόγοι της απόκρουσης ενός δημοψηφίσματος έχουν να κάνουν με το αντικείμενο, τον χρόνο και την υπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος. Και τα τρία συνδέονται άρρηκτα: έχουμε να κάνουμε με ένα περίπλοκο και φορτισμένο διεθνές ζήτημα, για το οποίο ορθώς επελέγη η διπλωματική οδός (έστω και αν η ελληνική κυβέρνηση το παράκανε στη μυστικότητα και στην αδιαφορία για το κοινό αίσθημα) και για μια Συμφωνία που, παρά τις όχι μικρές και όχι ασήμαντες ατέλειές της, τώρα πλέον βρίσκεται στην τελική ευθεία και ως προς την επικύρωσή της ακολουθεί τις προβλέψεις των μερών. Δημοψήφισμα τώρα, με τη Βουλή των Σκοπίων να έχει ήδη ψηφίσει και με το πολιτικό κλίμα που επικρατεί στην Αθήνα, θα σήμαινε διχασμό στο εσωτερικό και απώλεια κάθε αξιοπιστίας στο εξωτερικό. Είναι άλλο τι θα κάνει, κατά τη συνείδησή του, κάθε βουλευτής σχετικά με την ψήφιση της Συμφωνίας – κι εκεί όλες οι απόψεις είναι εξίσου νόμιμες – και άλλο μια «καταφυγή στον λαό» ως απόσειση ευθύνης. Πόσω μάλλον όταν αυτή είναι τόσο εξόφθαλμα υποβολιμιαία.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος