Δεν ξέρουμε πώς ακριβώς, δεν ξέρουμε πότε ακριβώς θα τελειώσουν όλα αυτά, δεν ξέρουμε αν η σχέση Τσίπρα – Καμμένου θα τελειώσει ως δράμα ή ως μπουλβάρ, ή πώς θα διανύσουμε τα τελευταία μέτρα μέχρι την κάλπη. Μικρή σημασία έχει. Οι δυο τους κλείνουν σε λίγο τέσσερα χρόνια στην εξουσία. Καμιά πλειοψηφία δεν άντεξε τόσο, από το ξεκίνημα της κρίσης, το 2007. Αλλά ο κύκλος κλείνει.

Θα έρθει κάποτε η ώρα για μια ψύχραιμη, συνολική αποτίμηση αυτής της ταραγμένης τετραετίας και της κληρονομιάς της. Προς το παρόν, προ της κάλπης, κάθε διήγηση αυτών των χρόνων δεν μπορεί παρά να είναι ενταγμένη στην προεκλογική ρητορική. Οπως ήταν και η κάπως ροζ πον-πον διήγηση του ίδιου του Πρωθυπουργού στην (ενδιαφέρουσα) τηλεοπτική του συνέντευξη.

Μερικά ερωτήματα, πάντως, είναι δύσκολο να αγνοηθούν. Γιατί έπρεπε να υποστεί την οδυνηρή δοκιμασία ενός τρίτου Μνημονίου μια χώρα που στις αρχές του 2015 απείχε ένα βήμα μόνον από την έξοδο του δεύτερου Μνημονίου της; Και γιατί δεν τόλμησε να κάνει αυτό το βήμα ο Αλέξης Τσίπρας, όταν είχε την ευκαιρία τον Φεβρουάριο του ’15, και προτίμησε να σύρει τα πράγματα ώς το χείλος της αβύσσου, για να κάνει στο τέλος έναν πολύ πιο βαρύ (και ακριβό) συμβιβασμό; Γιατί έπρεπε να περάσει από ένα νέο τούνελ λιτότητας μια χώρα που είχε ματώσει για να φέρει το έλλειμμα, από 15% το 2010, στη δημοσιονομική ισορροπία, με μικρό πρωτογενές πλεόνασμα, το 2014; Ποια λογική υπαγόρευε την οικονομική πολιτική των τριών τελευταίων χρόνων, με το κράτος να χαλαρώνει τις δικές του λειτουργικές δαπάνες ενώ ταυτόχρονα φορολογούσε υπέρμετρα την κοινωνική μειοψηφία των οικονομικά ενεργών, έκοβε κοινωνικές και αναπτυξιακές δαπάνες και φέσωνε τους πιστωτές του Δημοσίου, για να πετύχει πλεονάσματα, μεγαλύτερα απ’ ό,τι χρειαζόταν; Και πώς έγινε και μια ευκαιρία λύσης του «Μακεδονικού», που προσέφερε η πολιτική αλλαγή στα Σκόπια και το ενεργό ενδιαφέρον των ξένων, υποθηκεύθηκε σε ένα μάλλον αφελές, πολιτικάντικο σχέδιο να χρησιμοποιηθεί το θέμα ως εργαλείο «αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού»;

Μα όταν έρθει η ώρα των απολογισμών, θα υπάρχουν και δυσκολότερα ερωτήματα να απαντηθούν. Γιατί, έπειτα από 10 χρόνια κρίσης και τρία μνημονιακά προγράμματα μεταρρυθμίσεων, η χώρα είναι μεν δημοσιονομικά υγιής, αλλά με τίμημα την αναπτυξιακή της καχεξία; Γιατί η πολυσυζητημένη παραγωγική αναδιάρθρωση παραμένει γράμμα κενό και οι νέοι με πτυχία εξακολουθούν να αναγκάζονται να διαλέξουν ή τη μετανάστευση (δρόμο που έχουν ακολουθήσει 700.000) ή μια δουλειά χαμηλών απαιτήσεων (π.χ. στην εστίαση) με ακόμη χαμηλότερες αποδοχές; Γιατί η δημόσια διοίκηση και η εκπαίδευση, οι δυο πιο κρίσιμοι για την ανάπτυξη της χώρας πυλώνες, είναι σήμερα σε χειρότερη κατάσταση απ’ ό,τι ήταν πριν από τη χρεοκοπία; Και γιατί όλες οι κυβερνήσεις, τουλάχιστον μετά το 2011, συμπεριλαμβανομένης προπάντων της τελευταίας, έκαναν μόνον όσες μεταρρυθμίσεις δεν μπορούσαν να αποφύγουν, λόγω τρόικας, και αυτές υπονομευμένες – όπως η αποκομματικοποίηση της ηγεσίας της δημόσιας διοίκησης που υλοποιείται με φωτογραφικές προκηρύξεις για κομματικούς φίλους;

Οσοι νοιάζονται για τα της Αριστεράς, πάλι, θα έχουν με άλλα, πιο πικρά ερωτήματα να αναμετρηθούν. Ερωτήματα που αφορούν τη διαδρομή ενός πολιτικού οργανισμού, που σχηματίστηκε από τη συνάντηση των επιγόνων της ανανεωτικής Αριστεράς με πυρακτωμένες ομάδες κινηματικής αντιπαγκοσμιοποίησης και διάχυτου (ενίοτε ασυνάρτητου) ριζοσπαστισμού και διεκδίκησε, την ώρα της κρίσης, να γίνει το όχημα της αγανάκτησης, ο μοχλός της αποδόμησης του παλιού πολιτικού συστήματος που κλονιζόταν καθώς η κρίση κατεδάφιζε το παλιό, πελατειακό κοινωνικό συμβόλαιο. Μετήλθε κάθε μέσο, υιοθέτησε ακόμη και τις πιο ξένες προς την Αριστερά αφηγήσεις και θεωρίες συνωμοσίας για τις αιτίες της κρίσης, στηρίχθηκε στην πιο βαθιά, αντι-εκσυγχρονιστική λαϊκή Δεξιά και, εν τέλει, κέρδισε την εξουσία και έζησε τη «βίαιη ωρίμασή» του, ώς το κατώφλι της «αριστερής σοσιαλδημοκρατίας». Για να αποδειχθεί, όμως, ότι δεν μπορούσε να ασκήσει την εξουσία που του δόθηκε, παρά με τον τρόπο των άλλων. Εφαρμόζοντας την οικονομική πολιτική που ξόρκιζε. Υφαίνοντας δίκτυα επιρροής (διαπλοκής) στα Μέσα Ενημέρωσης, πελατειακά δίκτυα διορισμών στο Δημόσιο, κάνοντας όλα όσα τόσα χρόνια η Αριστερά σιχαινόταν. Τι μένει από όλα αυτά; Η καθυστερημένη συμφιλίωση της κοινωνικής πλειοψηφίας με το αναπόφευκτο της δημοσιονομικής πειθαρχίας; Ή η δημιουργία ενός νέου κόμματος εξουσίας, που μοιάζει με εκείνα που διαδέχθηκε, αλλά διαθέτει πιστοποιητικά αριστερής καταγωγής;

Αλλά αυτές είναι συζητήσεις για αργότερα. Τώρα πλησιάζει η ώρα της κάλπης και οι απολογισμοί είναι κομμένοι στα μέτρα της. Ο ίδιος ο κ. Τσίπρας διηγείται τα τέσσερα χρόνια που πέρασε στο κυβερνητικό μέγαρο με τον δικό του τρόπο. Θα ήθελε να θυμόμαστε και να κρίνουμε τη θητεία του από τις τελευταίες μόνον ημέρες της. Θα ήθελε να σβήσουμε τα παλιά. Να τον βλέπουμε με τη σημερινή του φορεσιά. Τη φορεσιά του υπεύθυνου, ρεαλιστή πολιτικού, που διέψευσε τις μαύρες προφητείες, κατάφερε να εφαρμόσει μέχρι τέλους το δικό του Μνημόνιο, με την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία πειθαρχημένη και αδιατάρακτη. Του γενναίου που τόλμησε, κόντρα στο πλειοψηφικό ρεύμα, να βρει τον ζητούμενο συμβιβασμό στο χρονίζον «Μακεδονικό». Του ηγέτη που στέκει στο πλευρό των δημοκρατών της Ευρώπης, απέναντι στην επέλαση των δυνάμεων της αντιευρωπαϊκής, αντιδημοκρατικής Ακροδεξιάς.

«Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα. Είναι αλλιώτικα τα πράγματα εκεί». Με αυτήν τη διάσημη φράση αρχίζει ένα παλιό μυθιστόρημα του Χάρτλι, «Ο μεσάζων». Είναι σαν να την επαναλαμβάνει τώρα ο Αλέξης Τσίπρας. Μα αν δεν κλείσεις τους λογαριασμούς σου με το παρελθόν, βήμα εμπρός δεν κάνεις.