Η πρόσφατη ανακοίνωση της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, στην οποία γίνεται λόγος για θεσμική εκτροπή, δίνει την αφορμή για προβληματισμό ως προς την εφαρμογή των διατάξεων περί προστατευομένων μαρτύρων. Η Δικαιοσύνη πλήττεται, η πολιτική στάθμη καταβαραθρώνεται και ο Πολίτης, επί ξυρού ακμής, απαξιώνει ολοένα και περισσότερο το πολιτικό σύστημα της χώρας.

Η ύπαρξη μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος απαιτεί προηγούμενη έγκριση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που εποπτεύει και συντονίζει το έργο των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς, έλλειψη εμπλοκής τού υπό χαρακτηρισμόν προσώπου, καθ’ οιονδήποτε τρόπο στις εν λόγω πράξεις (και τις συναφείς), ανυπαρξία ιδίου οφέλους τού υπό χαρακτηρισμόν προσώπου, και θετική πρόγνωση ουσιώδους συμβολής με τις πληροφορίες που παρέχει στις διωκτικές αρχές, για την αποκάλυψη και δίωξή τους. Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης, τίθεται ήδη εν αμφιβόλω, κατά πόσον θεσπίσθηκε αυτή για την αποτελεσματική προστασία του μάρτυρα.

Ανεξαρτήτως αυτού όμως, εγείρονται σοβαρά συνταγματικά ζητήματα δικαιοδοτικής λειτουργίας, καθώς δίδεται η εξουσία, αντίθετα προς τους ορισμούς του άρ. 96 παρ. 1 και 97 παρ. 1 του Συντάγματος, σε Εισαγγελικό λειτουργό να εκδίδει απόφαση με δικαιοδοτικό χαρακτήρα σχετικά με τη διακρίβωση ή μη της τέλεσης εγκλημάτων.

Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η ανωνυμία του μάρτυρα δεν μπορεί να διατηρείται κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, πρέπει να παρέχονται στην υπεράσπιση οι δυνατότητες ώστε να μπορεί να αμφισβητήσει τέτοιες επιβαρυντικές καταθέσεις, και μία καταδίκη δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να στηρίζεται μόνο στις ανώνυμες καταθέσεις.

Ο Θεμιστοκλής Ι. Σοφός είναι διδάκτωρ Νομικής – δικηγόρος, αντιπρόεδρος του ΔΣΑ