Αν υπάρχει ένα πράγμα που οφείλει κάποιος να αναγνωρίσει στην κυβέρνηση αυτή είναι η μεθοδικότητα με την οποία έχει χτίσει μια φούσκα, εντός της οποίας τα μικρά παρουσιάζονται ως σπουδαία και μεγάλα και η μεγάλη εικόνα θολώνει σε βαθμό εξαφάνισης.

Ετσι, οι πανηγυρικές δηλώσεις εξόδου από τα Μνημόνια καλά κρατούν, ενώ η χώρα δεσμεύεται ακόμη για συγκεκριμένους δημοσιονομικούς στόχους, μέτρα και μεταρρυθμίσεις, δεν δανείζεται στην ελεύθερη αγορά και δεν έχει πετύχει τους ρυθμούς ανάπτυξης και το επενδυτικό μπαμ που έταζαν κάποιοι με βάση τη θεωρία του ελατηρίου – μεταξύ αυτών και ο Πρωθυπουργός, για όσους θυμούνται ομιλίες του όταν ακόμη προσπαθούσε να πείσει πως κάτι θετικό είχε βγει από την περήφανη διαπραγμάτευση του 2015.

Εξαφανίζοντας από τη συζήτηση τις οφειλές του Δημοσίου, η κυβέρνηση μπορεί να πανηγυρίζει όχι μόνο για το ότι δέσμευσε τη χώρα σε υψηλά πλεονάσματα, αλλά ότι ξεπέρασε και τους στόχους με το υπερπλεόνασμά της. Κι ενώ συνεχώς συσσωρεύει υποχρεώσεις, επιδίδεται σε παροχολογία και διαθέτει ένα μικρό ποσοστό των χρημάτων αυτών σε μέτρα που αντί να διορθώνουν αδικίες απλώς τις μετακυλίουν.

Η κυβέρνηση λοιπόν πέρασε τις τελευταίες μέρες του 2018 εξαγγέλλοντας μονιμοποιήσεις συμβασιούχων (όπως π.χ. του προγράμματος Βοήθεια στο Σπίτι) και διορισμούς και ψηφίζοντας, με τον προϋπολογισμό, με τροπολογίες και άλλα νομοσχέδια, μια σειρά από τα «θετικά μέτρα» που είχε εξαγγείλει ο Αλέξης Τσίπρας στην ομιλία του στη ΔΕΘ του 2018.

Ενα τρανό παράδειγμα του πώς λειτουργεί η κυβερνητική πανηγυρική παροχολογία είναι το ίδιο το κεντρικό διακύβευμα του τελευταίου τριμήνου της χρονιάς που έκλεισε, του τριμήνου, δηλαδή, της παροχολογίας για το 2019. Αυτό ήταν η μη περικοπή των συντάξεων με την αναστολή του μέτρου της μείωσης της προσωπικής διαφοράς, μια απόφαση της κυβέρνησης με καθαρά προεκλογική στόχευση, αφού το μόνο θετικό που προκύπτει από αυτό είναι η διατήρηση – προς το παρόν – του εισοδήματος περίπου 1,2 εκατ. συνταξιούχων. Και χαρακτηρίζεται «απόφαση της κυβέρνησης» διότι η επίτευξη αυτού του πολυδιαφημισμένου στόχου ήρθε ύστερα από συμφωνία που εξέτασε τη μετακύλιση του ποσού που θα απέδιδε εις βάρος πολλών παραπάνω πολιτών από τους έως τώρα ωφελημένους. Πέρα από το κόστος, άλλωστε, συνιστά προφανή κοινωνική αδικία η παγίωση των συνταξιούχων δύο ταχυτήτων, αφού η προσωπική διαφορά δεν ήταν τίποτε άλλο από το πλεονάζον ποσό που λαμβάνουν οι συνταξιούχοι σε σχέση με αυτό που δικαιούνται με βάση τον υπολογισμό της σύνταξης που θα λάβουν οι σημερινοί εργαζόμενοι.

ΠΟΙΟΣ ΠΛΗΡΩΝΕΙ ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ; Στην πραγματικότητα, λοιπόν, στην οποία οι παροχές δεν είναι τζάμπα, το πιο πολυδιαφημισμένο «θετικό μέτρο» και «επιτυχία» της κυβέρνησης, πληρώθηκε από το ψαλίδισμα των κονδυλίων για επιδόματα, όπως αυτό του ενοικίου και στεγαστικού δανείου και της επιδότησης των ασφαλιστικών εισφορών για νέους εργαζομένους. Ενας κανονικότατος διαγενεακός «πόλεμος» δηλαδή, ο οποίος καμουφλάρεται πίσω από τις χαμογελαστές εξαγγελίες για τη χορήγηση των επιδομάτων και των επιδοτήσεων αυτών.

Η επιτυχία αυτή πληρώθηκε, επίσης, με πάγωμα της μείωσης της συμμετοχής των 2,5 εκατομμυρίων χαμηλοσυνταξιούχων στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ενώ, τερματίζοντας την κοινωνική δικαιοσύνη και ευαισθησία, θα εφαρμοστεί κανονικά η περικοπή 50 εκατ. ευρώ από το κονδύλι των επιδομάτων ανθυγιεινής εργασίας. Τέλος, η κυβέρνηση μείωσε το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων.

Ακόμη όμως και για όσους τώρα ωφελούνται, η ευνοϊκότητα της κατάργησης της περικοπής αυτής αμφισβητείται, αφού η διατήρηση της προσωπικής διαφοράς σημαίνει πως δεν αναμένεται να λάβουν καμία αύξηση στην κύρια σύνταξή τους το 2022, οπότε πρέπει απλώς να εύχονται η Ελλάδα να έχει χαμηλό ετήσιο πληθωρισμό για να μην έχουν, στο τέλος, και μια μικρή χασούρα.

Στον τορβά της παροχολογίας μπήκε επίσης η μείωση της φορολογίας των κερδών των επιχειρήσεων, η οποία, όμως, από το 3% που είχε εξαγγελθεί, περιορίστηκε στο 1%. Και βέβαια, η μείωση του ΕΝΦΙΑ για ακίνητη περιουσία μικρής αξίας ενώ, παράλληλα, αυξάνονται οι αντικειμενικές αξίες και μια μακρά λίστα φόρων και τελών που αφορούν την ακίνητη περιουσία, και οι δύο αναμενόμενες αυξήσεις των τιμών ζώνης θα επηρεάσουν και τις λαϊκές συνοικίες.

Ακόμη και αντικειμενικά θετικά μέτρα, όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού και η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, διαφημίζονται ως κάποια ειδική επιτυχία της κυβέρνησης ενώ προδιαγράφονταν στον νόμο Βρούτση του 2013.

ΠΟΥ ΠΟΝΤΑΡΕΙ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ. Αυτό το μείγμα πολιτικής έχει τη συγκατάθεση και τη συνυπογραφή των δανειστών, οι οποίοι φαίνεται πως απασχολούνται μόνο με το να βγαίνει όπως όπως ο λογαριασμός για να μη χρειαστεί να ξανασχοληθούν, προς το παρόν, με την Ελλάδα, μετακυλίοντας, με τη σειρά τους τα προβλήματα στο μέλλον.

Η κυβέρνηση, λοιπόν, πατάει και ποντάρει πάνω στις χαμηλές προσδοκίες που έχει με τέχνη καλλιεργήσει στην κοινωνία, εκμεταλλευόμενη, για τον σκοπό αυτό, τη μακρά διάρκεια των Μνημονίων και την πολιτική κρίση στην Ευρώπη που αλλάζει τους συσχετισμούς και τις πολιτικές προτεραιότητες των εταίρων.

Οσο για τα θετικά της μέτρα, είναι κάπως σαν τα «εγκαίνια του μετρό Θεσσαλονίκης», επικοινωνία εις βάρος της ουσίας. Επελέγησαν για να φανούν στην τσέπη κάποιων εκλογικών της «στόχων» άμεσα, το πολύ ώσπου να κλείσει το πρώτο τρίμηνο της χρονιάς και η υπόθεση της συμφωνίας των Πρεσπών. Κάπου τότε θα πρέπει, άλλωστε, να έχει βρεθεί και μια, τουλάχιστον, καινούργια παχιά υπόσχεση για να μας πάει στις εκλογές.