Η πρόθεση του υπουργού Παιδείας να ιδρύσει τέταρτη Νομική Σχολή για την κατανομή του ίδιου αριθμού των εισαγομένων φοιτητών σε περισσότερα τμήματα, στόχο βεβαίως έχει να βελτιώσει σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα τα μεγέθη του λόγου διδασκόντων προς διδασκομένων. Τα μεγέθη αυτά μετά τις αποχωρήσεις των τελευταίων ετών και τις μη προκηρύξεις νέων θέσεων ουδεμία επιτρέπουν αισιοδοξία. Η πρόθεση όμως του υπουργείου θα καταστήσει ιδιαιτέρως προβληματική τη λειτουργία των υπαρχουσών Νομικών Σχολών, διότι θα χειροτερεύσει σημαντικά τη σχέση των λειτουργικών αναγκών προς τη χρηματοδότηση των Σχολών. Η νέα Σχολή προϋποθέτει νέες δαπάνες σε κτίρια, βιβλιοθήκες, προσωπικό κ.λπ. Ετσι με δεδομένη την υπάρχουσα οικονομική δυσπραγία θα υποβαθμίσει τη λειτουργία όλων των υπαρχουσών Σχολών.

Ηδη η συντελεσθείσα μείωση της χρηματοδοτήσεως έχει ως αποτέλεσμα τη μη ενημέρωση των βιβλιοθηκών, την υποβάθμιση των κτιρίων και γενικότερα των υποδομών και όλων των συντελεστών εύρυθμης λειτουργίας των Νομικών Σχολών. Εφόσον χρήματα υπάρχουν τότε αντί για αύξηση των εκπαιδευτικών – ερευνητικών μονάδων θα έπρεπε να ληφθεί μέριμνα για την αναβάθμιση των υπαρχουσών Σχολών με την πρόσληψη προσωπικού, εμπλουτισμό βιβλιοθηκών και ενίσχυση λοιπών υποδομών.

Οι σκέψεις μου σχετικά με τη λειτουργία των Νομικών Σχολών δεν αφορούν τις προτάσεις για την ίδρυση νέων τμημάτων, διότι στοχεύουν στην καλύτερη αξιοποίηση των πόρων που διατίθενται για την παραγωγή ερευνητικού και επιστημονικού έργου στο συγκεκριμένο κλάδο. Τελικά πιστεύω ότι η όποια βελτίωση του λόγου διδασκόντων προς διδασκόμενους θα είναι αμελητέα συγκρινόμενη προς τη μείωση της χρηματοδοτήσεως των υπαρχουσών Σχολών. Συνεπώς τα σχέδια του υπουργείου ούτε στην ευημερία των αριθμών ούτε των ανθρώπων θα συντελέσουν.

Ο Δημήτριος Μανιώτης είναι διευθυντής του Τομέα Ιδιωτικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ