Με εξαιρετικά προσεκτικές κινήσεις και σωστό σχεδιασμό, η Κύπρος ενέταξε τον εαυτό της στον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη, συνέπηξε στενές στρατηγικές σχέσεις με τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, θωρακίστηκε αμυντικά μέσα από συμμαχίες και περιβάλλεται από κλοιό ασφαλείας που δεν μπορεί να προσεγγίσει καν η Τουρκία. Ας προσθέσουμε σε αυτά την επιτυχημένη έξοδό της από το Μνημόνιο και την ανάπτυξη πολλών και ελκυστικών ιδιωτικών και κρατικών πανεπιστημίων, για να αποτολμήσουμε την εκτίμηση ότι, στο εθνικό δίπολο Ελλάδα – Κύπρος, η δεύτερη καθίσταται σταδιακά το πλέον επιτυχές μοντέλο εξόδου από την κρίση.

Σε αυτό το πλαίσιο, είναι αδιανόητο να επανέρχεται στη συζήτηση, από ελλαδικής πλευράς, οποιοδήποτε σχέδιο διζωνικής – δικοινοτικής ομοσπονδίας ή συνομοσπονδίας. Ενα παρόμοιο μόρφωμα θα δώσει στην Τουρκία δικαιώματα παρέμβασης στο σύνολο της Κύπρου, ενώ δεν θα απομακρύνει (επ’ αυτού οι Τούρκοι σαφέστεροι δεν θα μπορούσαν να γίνουν) ούτε κατ’ ελάχιστον τα κατοχικά στρατεύματα και τους εποίκους. Οπότε διερωτάται κανείς προς τι μια τέτοια λύση. Ούτε καν πιέσεις δεν δέχεται πλέον η Αθήνα από το διεθνές περιβάλλον, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.

Αντιθέτως, η ελληνική διπλωματία θα έπρεπε να θέσει στο κέντρο της διαπραγμάτευσης την αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως ίσχυε πριν από την τουρκική εισβολή. Με μία ουσιώδη διαφορά: την κατοχύρωση της συνταγματικής θέσης των Τουρκοκυπρίων (των γηγενών εννοείται) όχι ως θεσμικής μειονότητας, αλλά ως πολιτών απολύτως ισότιμων με τους Ελληνοκυπρίους. Δηλαδή όχι ως ποιμνίου αγόμενου και φερόμενου από τη «μητέρα Τουρκία», δηλαδή στοιχείου διαλυτικού της κοινωνικής συνοχής και της έννομης τάξης του κυπριακού κράτους. Αλλά ως κύπριων πολιτών με πλήρη δικαιώματα και ασφαλώς προστασία των ιδιαίτερων θρησκευτικών και πολιτισμικών τους χαρακτηριστικών.

Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι οι Τουρκοκύπριοι, που έζησαν επί αιώνες σε αγαστή σχέση με τους Ελληνοκυπρίους, θα αποδεχθούν ενθουσιωδώς αυτήν την προοπτική. Διότι αυτή η λύση θα τους απαλλάξει από την καταπίεση και τον αυταρχισμό της τουρκικής κατοχής στο βόρειο τμήμα της μεγαλονήσου, θα τους ανακουφίσει από την υπανάπτυξη και θα τους δώσει μια δημοκρατική και ευρωπαϊκή προοπτική. Επίσης, καθώς έχουν ήδη αρχίσει οι διαδικασίες για την εξόρυξη ενεργειακών πόρων, ως πολίτες πλέον της Κυπριακής Δημοκρατίας οι Τουρκοκύπριοι θα μετάσχουν της επερχόμενης ευημερίας. Είναι βέβαιο ότι, εάν ετίθετο σε δημοψήφισμα, αυτή η λύση θα αποσπούσε τη συντριπτική πλειοψηφία και στην ελεύθερη Κύπρο και στην κατεχόμενη.

Ο Μελέτης Η. Μελετόπουλος είναι διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Γενεύης