Η Βικτόρια Μαρίνοβα ήταν δημοσιογράφος σ’ έναν τοπικό τηλεοπτικό σταθμό στο Ρούσε της Βουλγαρίας. Στις 30 Σεπτεμβρίου είχε παρουσιάσει στην εκπομπή της μια έρευνα για υπόθεση κατάχρησης ευρωπαϊκών πόρων από μια σύμπραξη επιχειρηματιών και πολιτικών. Στις 7 Οκτωβρίου βρέθηκε νεκρή, δολοφονημένη, σ’ ένα πάρκο της πόλης. Λίγες ημέρες αργότερα, στο προξενείο της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη, οι δήμιοι δολοφονούσαν τον Τζαμάλ Κασόγκι.

Εναν χρόνο νωρίτερα, στις 17 Οκτωβρίου 2017, η Δάφνη Καρουάνα Γκαλιζία, δημοσιογράφος στη Μάλτα, δολοφονήθηκε επιστρέφοντας στο σπίτι της. Στο αυτοκίνητό της είχε τοποθετηθεί βόμβα. Ο γιος της βρήκε το πτώμα της, μέτρα μακριά από το κατεστραμμένο αυτοκίνητο. Η Γκαλιζία είχε δεχθεί πολλές απειλές για τη ζωή της. Λίγο πριν από τον θάνατό της ασχολιόταν με τα Panama papers και είχε αποκαλύψει ότι ένας υπουργός και ο διευθυντής του πολιτικού γραφείου του πρωθυπουργού ήταν ιδιοκτήτες παράξενων εξωχώριων εταιρειών, μέσω της μακρινής Νέας Ζηλανδίας.

Ο Γιαν Κούτσιακ ήταν 27 ετών. Ερευνούσε την εγκατάσταση στη Σλοβακία της Ντράνγκετα, των μαφιόζων από τον ιταλικό Νότο, που είχαν διεισδύσει στην χώρα και έχτιζαν δεσμούς με επιχειρηματίες και πολιτικούς. Δολοφονήθηκε τον Φεβρουάριο του 2018, μαζί με την αρραβωνιαστικιά του, από ενόπλους που εισέβαλαν στο σπίτι τους.

Πολλοί φόνοι, μέσα σ’ ένα μόλις δωδεκάμηνο. Οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα μέτρησαν 80 τους δημοσιογράφους που έχασαν τη ζωή τους για λόγους που σχετίζονται με τη δουλειά τους, μέσα στο 2018. Οι μισοί από αυτούς όχι σε εμπόλεμες περιοχές. Οι νεκροί ξεπερνούν τους 700 τα τελευταία δέκα χρόνια. Οι 9 στις 10 υποθέσεις δολοφονιών δημοσιογράφων παραμένουν έως σήμερα άλυτα μυστήρια και ατιμώρητα εγκλήματα. Και δεν είναι μόνον οι δολοφονίες. Ο Δεκέμβριος του 2018 βρήκε 348 δημοσιογράφους στη φυλακή. Η Τουρκία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη φυλακή δημοσιογράφων μετά την Κίνα. Πολλοί περισσότεροι είναι εκείνοι που υποχρεώνονται να εγκαταλείψουν τη χώρα. «Ο διωγμός δημοσιογράφων είναι πια η νέα κανονικότητα στον κόσμο», έλεγε η συντάκτρια της φετινής έκθεσης του οργανισμού CPJ, για την προστασία των δημοσιογράφων.

Ανάμεσα σε αυτές τις ακραίες και ανατριχιαστικές ιστορίες αίματος και την πολεμική κραυγή «fake news», με την οποία ο Τραμπ οργανώνει επιθέσεις απαξίωσης και εξουδετέρωσης των αμερικανικών Μέσων Ενημέρωσης, η απόσταση είναι μεγάλη και η διαφορά προφανής. Αλλά η φετινή έκθεση του CPJ επιμένει να τα εντάσσει στην ίδια κατηγορία. Και να επισημαίνει ότι είτε με σφαίρες, είτε με βόμβες, είτε με προεδρικά τουίτ και καμπάνιες απαξίωσης, η ελευθερία του λόγου, η ελευθεροτυπία και η ανεξάρτητη, ποιοτική δημοσιογραφία βρίσκονται υπό απειλή. Πολύ περισσότερο που το πρότυπο Τραμπ βρίσκει όλο και περισσότερους μιμητές ανά τον κόσμο, από τις Φιλιππίνες ώς την Τουρκία, και πολύ πέραν αυτών.

Το περιοδικό «TIME» αφιέρωσε εφέτος το παραδοσιακό ετήσιο εξώφυλλό του, για το πρόσωπο της χρονιάς, σε μια ομάδα δημοσιογράφων. Και οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα διατύπωσαν μια έκκληση για μια νέα «Διεθνή Διακήρυξη για την Πληροφορία και τη Δημοκρατία». Επειδή, λένε, ζούμε μια εποχή όπου η δημοκρατία γνωρίζει μια βαθιά κρίση, η οποία είναι επίσης μια συστημική κρίση του δημόσιου χώρου, ο οποίος κυριαρχείται πια από φήμες, με την ψευδή πληροφόρηση να γίνεται ο κανόνας, την εξασθένιση της ποιοτικής δημοσιογραφίας, τη βία εναντίον των ρεπόρτερ, την υπονόμευση της ανεξαρτησίας των Μέσων. Στις 11 του περασμένου Νοεμβρίου, στο Παρίσι, ο πρόεδρος Μακρόν και άλλοι έξι ηγέτες έβαλαν πρώτοι την υπογραφή τους κάτω από αυτή τη διακήρυξη.

Είναι μια ένδειξη πως αναγνωρίζουν ότι η επίθεση κατά της δημοσιογραφίας, ο πόλεμος κατά των Μέσων Ενημέρωσης, είναι η άλλη όψη ενός νομίσματος που στη μία όψη του φέρει την επιγραφή «δημοκρατική ύφεση». Δηλαδή την αργή διάβρωση της δημοκρατίας, που απειλείται σήμερα όχι από πραξικοπηματική κατάλυση, μα από την εξάπλωση του υποδείγματος της «ανελεύθερης δημοκρατίας», ουγγρικού τύπου. Οπου τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της δημοκρατίας, οι εκλογές, διατηρούνται, αλλά ακυρώνεται η διάκριση των εξουσιών, φαλκιδεύεται η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, φιμώνεται ή εξουθενώνεται ο Τύπος, για να αναδειχθεί θριαμβευτής ένας λαοφιλής ηγέτης, που υπερασπίζεται, πανίσχυρος και ανεξέλεγκτος, τον λαό του από την απειλή, συνήθως των ξένων, των μεταναστών, της παγκοσμιοποίησης.

Μια μικρή υπόμνηση, για τα καθ’ ημάς, πως οι επιθέσεις κατά των Μέσων, είτε με σφαίρες, είτε με βόμβες, είτε με τουίτ, είτε με εμπάργκο, δεν είναι ακίνδυνη υπόθεση. Μια υπόμνηση, επίσης, ότι και οι δημοσιογράφοι χρωστάμε να υπερασπιζόμαστε καλύτερα τη δουλειά μας.