Τον Οκτώβριο του 2013 βρέθηκα στο Μπακού, την πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν. Οι πιθανότητες να βρεθώ στο Μπακού ήταν έτσι κι αλλιώς ελάχιστες, ποτέ όμως δεν θα μου περνούσε από το μυαλό, μέχρι κι ενάμιση χρόνο νωρίτερα, ο λόγος που με οδήγησε εκεί. Ως βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και μέλος της ελληνικής κοινοβουλευτικής αντιπροσωπείας στο Συμβούλιο της Ευρώπης, είχα σταλεί να παρακολουθήσω τις προεδρικές εκλογές στη χώρα και να συνυπογράψω, παρέα με άλλους ευρωπαίους συναδέλφους, μια έκθεση γύρω από τις συνθήκες διεξαγωγής τους. Δεν ήμουν ο μοναδικός Ελληνας στην αποστολή των παρατηρητών. Εκ μέρους του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) ταξίδευε μαζί μου ο Μάκης Βορίδης, βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας. Ενα πολύωρο αεροπορικό ταξίδι, με ενδιάμεσο σταθμό την Κωνσταντινούπολη, που έδωσε την ευκαιρία σε δύο ανθρώπους με εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτικές καταβολές να κάνουν κάτι ανήκουστο: να συζητήσουν. Χωρίς κάμερες, χωρίς μικρόφωνα και, πρωτίστως, χωρίς τον ψυχαναγκασμό να συνθλίψουν ο ένας τα επιχειρήματα του άλλου.

Οι προεδρικές εκλογές στο Αζερμπαϊτζάν ήταν προσχηματικές – για να το θέσω όσο πιο κομψά μπορώ: ένα μαγαζάκι που παραδοσιακά διαχειριζόταν η οικογένεια Αλίγεφ. Δεδομένου ότι, όχι μονάχα η Ελλάδα, αλλά ολόκληρη η Ευρώπη γλυκοκοίταζε τα κάλλη του Μπακού – το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο -, δεν θέλαμε να εξαντλήσουμε τη δημοκρατική αυστηρότητά μας σε μια χώρα που έβγαινε από μακρόχρονη σοβιετική κατοχή και, όπως και οι γείτονές της, δεν θα μας χρησίμευε ως πρότυπο ελευθερίας, τουλάχιστον στο ορατό μέλλον. Ως εκ τούτου, είχαμε άπλετο χρόνο να διαθέσουμε σε περιηγήσεις στην πρωτεύουσα. Πίσω από το νεοπλουτίστικο και βαρέως κιτσάτο λούστρο του Μπακού κρύβονταν εξαθλιωμένοι μαχαλάδες. Μπροστά σ’ έναν τέτοιο μαχαλά εξανέστη ο Βορίδης: «Να, ρε μαλάκα [είπαμε, είχαμε αναπτύξει μια οικειότητα] αυτή είναι ανθρωπιστική κρίση, όχι η κρίση που μας τσαμπουνάτε στην Ελλάδα!».

Είναι αλήθεια πως, σε σύγκριση με την εξαθλίωση στο Μπακού, η εξαθλίωση στην Αθήνα μοιάζει με σκέρτσο κακομαθημένου. Μονάχα που κανένας λαός δεν κάνει αυτή τη σύγκριση, ώστε να μιμηθεί το λαμπρό του παράδειγμα ο ελληνικός. Κανένας φτωχός στο Μενίδι δεν ξυπνάει το πρωί και, καθώς ξυρίζεται μπροστά στον καθρέφτη, δεν μονολογεί ενθουσιασμένος: «Μια χαρά είμαι κι έτσι· στη Χαράρε να δεις». Κανένας δεν σκάει από ευτυχία όταν του ανακοινώνουν ότι βρίσκεται στην 80ή θέση της διεθνούς κατάταξης, μόνο και μόνο επειδή βρίσκονται από κάτω του άλλοι εξήντα ή εβδομήντα. Απεναντίας. Οποιος πήρε κάποτε γεύση από το μέλι, έστω και απλά ως βάσιμη προσδοκία για το εγγύς μέλλον του (αυτό ακριβώς συνέβη στην πατρίδα μας τη δεκαετία του 1990), υποφέρει σήμερα από το Σύνδρομο του Πορτιέρη στο Παρίσι. Ξέρεις τι σημαίνει να τραβολογιέσαι από χοροεσπερίδα σε χοροεσπερίδα στην τσαρική Αυλή, να υφαρπάζουν την εξουσία οι άτιμοι οι Μπολσεβίκοι κι εσύ να βρίσκεσαι στα καλά του καθουμένου πορτιέρης στο Παρίσι; Και αν ακόμη δεν το ξέρεις εσύ, το ξέρουν όλοι οι σύγχρονοι κοινωνιολόγοι και όλοι οι σύγχρονοι οικονομολόγοι. Το προσδόκιμο ανάπτυξης μιας χώρας εξαρτάται, πέραν των άλλων παραγόντων, και από το κατά πόσο ο πληθυσμός της αισθάνεται πως άφησε την ευτυχία πίσω του ή πως θα τη βρει μπροστά του. Ο Αλβανός της δεκαετίας του 2000 συγγενεύει ψυχολογικά περισσότερο με τον Ελληνα της δεκαετίας του 1950: ό,τι κακό θα μπορούσε να του συμβεί, του έχει συμβεί ήδη – από εδώ και μπρος τον περιμένουν μόνο «τα καλύτερα». Ο σημερινός Ελληνας βρίσκεται στον ψυχολογικό αντίποδα. Με χλωμές αναμνήσεις από ένα παρελθόν όπου η ευημερία ακόμη «παιζόταν», με ένα Χρηματιστήριο χαλαρά στις 6.000 μονάδες, βλέπει πλέον το μέλλον σαν βαρέλι δίχως πάτο.

Εναυσμα για τους παραπάνω δυσοίωνους συνειρμούς μού έδωσε ένα βιβλίο που άρχισα να διαβάζω αυτές τις μέρες. Η «Βενεζουέλα – Από τον Τσάβες στον Μαδούρο» (εκδόσεις Κέδρος, 2018) του δημοσιογράφου Ιάσονα Πιπίνη. Ο 39χρονος συγγραφέας δεν είναι τυχαία περίπτωση. Ελληνοπερουβιανός με μεταπτυχιακό δίπλωμα στις Σύγχρονες Λατινοαμερικανικές Σπουδές, ανιψιός του Χουάν Βελάσκο Αλβαράδο, πρώην προέδρου του Περού (σύμμαχος του Φιντέλ Κάστρο και του Σαλβαδόρ Αλιέντε κατά τη δεκαετία του 1970, καθώς και μέντορας του Ούγο Τσάβες), με δημοσιογραφικές αποστολές σε αρκετές χώρες της Λατινικής Αμερικής και συνομιλίες με ηγετικές της φυσιογνωμίες, ο Ιάσων Πιπίνης γνωρίζει εις βάθος την πολιτική σκηνή των Latinos και είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένος με την τραγωδία της Βενεζουέλας. Εχει επισκεφθεί τη χώρα δύο φορές στο πρόσφατο παρελθόν – το 2010, επί Τσάβες, και το 2016, επί Μαδούρο – κι έχει καταγράψει, τόσο σε ντοκιμαντέρ όσο και σε βιβλία, τη σταθερή διολίσθησή της προς τον αυταρχισμό και την εξαθλίωση.

«Ο πληθωρισμός», γράφει ο Πιπίνης, «αγγίζει το εξωφρενικό 17.000%, που έχει τρελάνει την οικονομία, ενώ ο κατώτατος μισθός είναι μόλις μια χούφτα δολάρια. Ενδεικτικό της οικονομικής κατάρρευσης είναι το γεγονός ότι το 1998, λίγο πριν κερδίσει ο Ούγο Τσάβες τις εκλογές, ο κατώτατος μισθός ήταν 357 δολάρια, το 2002 ανέβηκε στα 408 δολάρια και έκτοτε άρχισε η ραγδαία μείωσή του. Το 2006 ο κατώτατος μισθός μειώθηκε στα 291 δολάρια, το 2010 έπεσε στα 267 δολάρια, το 2014 κατρακύλησε στα 56, το 2016 έφτασε στα 25 και το 2018, ύστερα από τον τριπλασιασμό του κατώτατου μισθού από τον Μαδούρο, ήταν μόλις 1 δολάριο τον μήνα!». Εκτός από την αφόρητη επιδείνωση της καθημερινότητας – «για να πάω σε ένα εστιατόριο να φάω», σημειώνει, «αναγκαστικά παίρνω μαζί μου πολλές δεσμίδες με χαρτονομίσματα και τα βάζω μέσα σε ένα σακίδιο για να τα μεταφέρω και να μπορώ να πληρώσω· αρκετοί πολίτες πλέον δεν μπαίνουν στον κόπο να μετράνε τα χαρτονομίσματα, μόνο τα ζυγίζουν» -, η οικονομική εξαθλίωση, με σχεδόν το 80% του πληθυσμού «φτωχοποιημένο», έχει εκτοξεύσει στα ουράνια και την εγκληματικότητα: «…Το 1999, όταν ανέλαβε την εξουσία ο Τσάβες, είχαν καταγραφεί 11.342 δολοφονίες. Περίπου δεκαοκτώ χρόνια μετά, το 2017, καταγράφηκαν στη Βενεζουέλα 26.616 δολοφονίες, δηλαδή ο διπλάσιος αριθμός, που σημαίνει 72 δολοφονίες κατά μέσο όρο την ημέρα. Με απλά λόγια, στη Βενεζουέλα κάθε είκοσι λεπτά δολοφονείται ένας άνθρωπος». Μπροστά στην έξαρση της εγκληματικότητας, η πολιτική βία (43 νεκροί το 2014, 150 το 2017, αντιφρονούντες διαδηλωτές στη συντριπτική τους πλειονότητα) μοιάζει με παρωνυχίδα. Πολίτες που λιμοκτονούν δεν μπορούν καν να γελάσουν όταν αντικρίζουν γιγαντοαφίσες με την Αγία Τετράδα: τον Μαδούρο, τον Τσάβες, τον Μπολίβαρ και τον Ιησού Χριστό. Στα πρόσωπά τους σχηματίζεται μονάχα μια γκροτέσκα γκριμάτσα.