Oταν ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα μεταφέρεται στη σκηνή, καταφέρνοντας να διατηρήσει την ουσία του στην ολότητά της, τότε το θέατρο πλουτίζει. Αυτό ακριβώς συνέβη με το μυθιστόρημα του Βρετανού Μαρκ Χάντον (Mark Haddon, 1962) «Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα» («Τhe curious incident of the dog in the night-time», 2003) και τη σκηνική μεταφορά του από τον επίσης βρετανό συγγραφέα Σάιμον Στίβενς (Simon Stevens, 1971). Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 2012 στο Royal National Theatre του Λονδίνου και σάρωσε τα βραβεία.

Πραγματεύεται την ιστορία του 15χρονου Κρίστοφερ Μπουν που πάσχει από μιας μορφής αυτισμό – σύνδρομο Asperger. Το αγόρι, μαθηματική ιδιοφυΐα, έχει έναν δικό του τρόπο επικοινωνίας, ενώ συχνά γίνεται έρμαιο των εμμονών του. Οταν ο σκύλος της γειτόνισσας βρεθεί δολοφονημένος, ο έφηβος ήρωας θα θελήσει να βρει τον ένοχο. Μέσα από μια «αστυνομικού» τύπου αναζήτηση θα κάνει πολλές εσωτερικές και εξωτερικές διαδρομές με προορισμό την αλήθεια, αναζητώντας την αγάπη.

Συγκινητικό, τρυφερό αλλά και ενίοτε σκληρό, το «Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα» καταπιάνεται με εύθραυστα θέματα, εστιάζοντας στη δυσκολία τού να είναι κανείς διαφορετικός. Κι έχει ενδιαφέρον να δει κανείς πώς ένα παιδί εκτός νόρμας, με την κατάλληλη υποστήριξη, καταφέρνει τελικά να βάλει σε τάξη την άτακτη σκέψη του καθώς και να αντιμετωπίσει τις φοβίες και τις εμμονές του.

Με το «Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα» ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος παραδίδει στο κοινό μια παράσταση συνόλου, εστιασμένη στο πρόσωπο του κεντρικού ήρωα. Μέσα σε ένα πολυμορφικό περιβάλλον, με τους λευκούς κύβους να έχουν αντικαταστήσει το σκηνικό, ο σκηνοθέτης ζωντανεύει δύο κόσμους: το πολυπρισματικό σύμπαν που ζει μέσα στο μυαλό του Κρίστοφερ και τον πραγματικό κόσμο που βρίσκεται έξω – λεωφορεία, τρένα, στάσεις, σπίτια, αυλή, αλλά και μια πόλη ολόκληρη, το Λονδίνο. Συνεπικουρούμενος από τους εύστοχους φωτισμούς (κάθετες σειρές από νέον, που αλλάζουν χρώμα ανάλογα με τον τόπο και τον χρόνο), επιχειρεί να συγκεκριμενοποιήσει το χάος που διέπει το θέμα του έργου και τον ίδιο τον ήρωα.

Μικρές σκηνές που συνδέονται μεταξύ τους και αυτοσχεδιαστικά στοιχεία στην ερμηνεία των ηθοποιών συμβάλλουν στην ανάδειξη του θέματος από ειδικό σε γενικό. Τίποτα το διδακτικό δεν διαθέτει το έργο. Και μαζί μοιράζει μια ελπίδα για το καλύτερο – έστω και σαν ευχή.

ΟΙ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ. Με τον ρόλο του Κρίστοφερ, ο Γιάννης Νιάρρος (βραβείο Χορν 2018) ξεκινά την πορεία του ως πρωταγωνιστής: η ερμηνεία του δίνει τον τόνο στην παράσταση, σε ένα έργο άλλωστε που είναι γραμμένο για τον 15χρονο ήρωά του. Χωρίς υπερβολές, με μια «ιατρική» σχεδόν ακρίβεια, μεταφέρει τον ψυχισμό αυτού του διαφορετικού παιδιού που είναι ο Κρίστοφερ. Και το επιτυγχάνει πέρα από κάθε εξωτερική ομοιότητα, χωρίς μιμήσεις. Στο τέλος έρχεται η επιβεβαίωση, όταν ο Νιάρρος ή ο Κρίστοφερ μένει μόνος του επί σκηνής και λύνει μαθηματικές ασκήσεις.

Ευτυχής η σκηνική συνύπαρξη του θιάσου: εύστοχη η Αλεξάνδρα Αϊδίνη στον ρόλο της δασκάλας του, φυσική και ειλικρινής η Μαρία Καλλιμάνη ως μητέρα του Κρίστοφερ, πλήρης στα εκφραστικά του μέσα ως πατέρας ο Θέμης Πάνου, απαραίτητη η Μαρία Κατσανδρή ως γειτόνισσα.

Η στιγμή της Μαρίας Ναυπλιώτου

Από την πρεμιέρα η παράσταση έγινε sold out: Η Μαρία Ναυπλιώτου ως Μαρία Κάλλας βρήκε τον ρόλο της ζωής της, ώς τώρα τουλάχιστον. Το «Μasterclass» του Τέρενς ΜακΝάλι, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου, κατέβηκε τα σκαλιά του Μικρού Χορν και εκεί, στο υπόγειο της οδού Αμερικής, εγκαταστάθηκε για τα καλά. Το κοινό, κάθε βράδυ, όρθιο χειροκροτά την ηθοποιό που βυθίζεται στον ψυχισμό της Κάλλας, ταυτίζεται με την ντίβα, μέσα κι έξω, και της φωνάζει «μπράβο». Η ίδια, με το μαύρο φόρεμα, πάλλεται ακόμα από την ένταση του ρόλου. Είναι μια μεγάλη στιγμή για τη Μαρία Ναυπλιώτου. Αυτή τη μεγάλη στιγμή της, όμως, η ηθοποιός τη δουλεύει εδώ και περίπου δύο δεκαετίες, από τότε που μπήκε στον χώρο του θεάτρου, αφήνοντας πίσω της μια καριέρα χορεύτριας. Στις αποσκευές της είχε την αυστηρή πειθαρχία, μια έμφυτη ευγένεια και μια σεμνότητα, μαζί με τη διάθεση να αφιερωθεί σ’ αυτό που επέλεξε. Στην περίπτωσή της είναι περιττό να μιλήσει κανείς για την ομορφιά της…

Με την τηλεοπτική «Αίθουσα του θρόνου» του Τάσου Αθανασιάδη, ανάμεσα σε ένα εκλεκτό καστ, η Μαρία Ναυπλιώτου έκανε την επίσημη είσοδό της στον χώρο με τον ρόλο της Γλαύκης.

Η διαδρομή της, ξεκινώντας από το Εθνικό και με την ομάδα της – τότε – Πειραματικής του Στάθη Λιβαθινού, συνεχίστηκε με ρόλους του κλασικού αλλά και του σύγχρονου ρεπερτορίου, με κινήσεις αργές, βήμα βήμα. Επαιξε, μεταξύ άλλων, Τενεσί Ουίλιαμς, Ιψεν, Τολστόι, Σαίξπηρ, αρχαίους τραγικούς, τη Μήδεια, την Κλυταιμνήστρα. Την επέλεξε ο Μπομπ Ουίλσον στην «Οδύσσεια», έγινε Μελίνα Μερκούρη στο Ηρώδειο. Με μια σταθερή διάθεση εξερεύνησης, του θεάτρου και του εαυτού της, χωρίς βιασύνη.

Με την Κάλλας η Ναυπλιώτου βγαίνει για πρώτη φορά μόνη τόσο μπροστά: Γίνεται η μεγάλη πρωταγωνίστρια και η απόλυτη κυρίαρχη της σκηνής, αναλαμβάνοντας ουσιαστικά όλη την παράσταση – και ο κόσμος συρρέει… Και κάτι τέτοιο δεν θα το έκανε ούτε κατά σύμπτωση, ούτε απροετοίμαστη. Κάθε άλλο. Και όπως αποδεικνύουν η ερμηνεία της και η επιτυχία του «Masterclass», το έκανε την κατάλληλη στιγμή.