Στις 29 Αυγούστου 1968 ο Χιούμπερτ Χάμφρεϊ κέρδισε το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος για τις εκλογές εκείνης της χρονιάς. Πρώην αντιπρόεδρος του Λίντον Τζόνσον, γνωστός για τις φιλελεύθερες και αντιπολεμικές του θέσεις από τις οποίες αργότερα υπαναχώρησε, δεν έλαβε μέρος σε καμιά από τις 14 προκριματικές εκλογές. Επεβλήθη όμως από τους βαρόνους, προς μεγάλη δυσαρέσκεια της βάσης. Αντιμετώπισε τον Ρίτσαρντ Νίξον κι έχασε.

Το Δημοκρατικό Κόμμα ανέθεσε τότε σε δύο στελέχη του, τον Τζορτζ ΜακΓκόβερν και τον Ντόναλντ Φρέιζερ, να εκπονήσουν μια μελέτη για την αλλαγή του τρόπου επιλογής των υποψηφίων του. Οι προτάσεις τους για άνοιγμα των primaries στο ευρύ κοινό και εφαρμογή ποσοστώσεων για τη συμμετοχή γυναικών και μαύρων στην εθνική συνδιάσκεψη όχι μόνο έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό, αλλά ο ΜακΓκόβερν ανταμείφθηκε με το χρίσμα. Ο αντιπολεμικός γερουσιαστής βρέθηκε κι αυτός απέναντι στον Νίξον – και κέρδισε μόλις δύο Πολιτείες. «Ανοιξα τις πόρτες του Δημοκρατικού Κόμματος», είπε το βράδυ της συντριβής του, «και βγήκαν 20 εκατομμύρια άνθρωποι».

Το σύστημα αυτό έχει δεχθεί έκτοτε αρκετές επικρίσεις. Σε ένα βιβλίο τους που μόλις κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Υπεύθυνα κόμματα: Σώζοντας τη δημοκρατία από τον εαυτό της», δύο πολιτικοί επιστήμονες του Γέιλ υποστηρίζουν ότι το σημαντικότερο συστατικό μιας λειτουργικής δημοκρατίας είναι η ύπαρξη ισχυρών πολιτικών κομμάτων που ελέγχουν τη βάση τους. Αντίθετα με τους μεμονωμένους υποψηφίους, που μπορεί να μείνουν στην εξουσία για λίγα χρόνια, τα κόμματα έχουν συμφέρον να διατηρήσουν το κύρος τους σε ορίζοντα δεκαετιών.

Η πολλή δημοκρατία σκοτώνει τη δημοκρατία; Μήπως ήταν καλύτερα – αναρωτιέται από τις στήλες του «New Yorker» ο γνωστός λέκτορας του Χάρβαρντ Γιάσα Μουνκ – όταν τα κόμματα ασκούσαν μεγαλύτερο έλεγχο στους υποψηφίους τους; Ας σκεφτούμε τι ΔΕΝ θα είχε συμβεί. Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν θα ταλαιπωρούσε τον πλανήτη ως πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Τζέρεμι Κόρμπιν δεν θα απειλούσε το Ηνωμένο Βασίλειο με έφοδο στην Ντάουνινγκ Στριτ. Ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης δεν θα ετοιμαζόταν για ευρωπαϊκές περιπέτειες, αφού θα διοικούσε με σιδηρά πυγμή τη Νέα Δημοκρατία. Η Φώφη Γεννηματά, όμως, θα ήταν και πάλι πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ.

Αν κρίνει κανείς με επικοινωνιακούς όρους, το αουτσάιντερ που ανέλαβε την ηγεσία της Κεντροδεξιάς νικά τη σταθερή δύναμη στο τιμόνι της Κεντροαριστεράς: όσο να ‘ναι, άλλο να κατεβαίνεις στις εκλογές με τον Τατσόπουλο και τον Πανούτσο κι άλλο με τον Χαρδαβέλλα και τον Στάθη Παναγούλη. Από πολιτική άποψη, πάλι, και οι δύο διαθέτουν τον αναγκαίο κυνισμό που οδηγεί στην επιτυχία, όπως δείχνει η σφοδρή αντίθεσή τους στη συμφωνία των Πρεσπών. Μένει να φανεί αν θα αναγκαστούν να κυβερνήσουν και μαζί. Ή αν οι κομματικοί μηχανισμοί θα γνωρίσουν άλλη μία ήττα.

Αν δηλαδή, παρόλο που το ΠΑΣΟΚ μισάνοιξε μόνο τις πόρτες του, πάλι πολλοί θα βρουν την έξοδο.