Σε αυτήν την εφημερίδα έχουμε όχι απλώς άξιους αλλά κορυφαίους κριτικούς θεάτρου. Και αν σήμερα μπαίνω στα χωράφια τους είναι όχι για να κρίνω μια παράσταση, αλλά διότι, βλέποντας το «Ξύπνα Βασίλη» σε σκηνοθεσία Αρη Μπινιάρη στο Εθνικό, διέκρινα ξεκάθαρα αυτό που διακινείται ως θολούρα στο θέατρο, στις τέχνες, στην αισθητική αλλά και στην καθημερινότητά μας, στη σκέψη, στις σχέσεις μας, στα μηνύματα που εκπέμπουμε και στον τρόπο που επικοινωνούμε. Τη σχέση του παλιού με το καινούργιο. Ιδού λοιπόν το στοίχημα. Πώς μπορείς να κάνεις το παρελθόν να αστραποβολά στο παρόν, χωρίς όμως και να το γυαλίσεις με το βερνίκι της νοσταλγίας που το εγκλωβίζει σε μια άλλη εποχή. Αλλά και χωρίς να του αλλάζεις τα φώτα χάριν μιας τάχα μου επικαιροποίησης.

Οταν το καλοκαίρι άκουσα ότι ο Μπινιάρης θα σκηνοθετούσε αυτή την κωμωδία που ο Δημήτρης Ψαθάς έγραψε το 1965 και εμείς, οι νεότεροι, μάθαμε από την απολαυστική ταινία του Δαλιανίδη, προβληματίστηκα. Δεν μου φαινόταν πιθανό ότι αυτός ο νέος, σχετικά, σκηνοθέτης που γνωρίσαμε από το «Θείο Τραγί» του Σκαρίμπα και το «1821» (ως μονοπρόσωπες ροκ όπερες και τα δύο), από τους «Πέρσες» και τις «Βάκχες», θα περιοριζόταν σε μια συμβατική παράσταση όπως τα ριμέικ παλαιότερων ταινιών που παίζονται κατά κόρον τελευταία. Από την άλλη, δεν φανταζόμουν τι μπορούσε να κάνει.

Ε, αυτό ακριβώς είναι, κατά τη γνώμη μου, το «κουκούτσι» του πραγματικού καλλιτέχνη. Να μην μπορώ εγώ, ο αποδέκτης της τέχνης του, να φανταστώ εκ των προτέρων πού θα τον οδηγήσουν η έμπνευση, η ευαισθησία, το ταλέντο και η τεχνική του. Και στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορούσα να το φανταστώ διότι δεν έχει ξαναγίνει. Σε όλη σχεδόν την παράσταση, πλην της τελευταίας σκηνής, οι ηθοποιοί παίζουν απομονωμένοι από το κοινό, πίσω από μια επιφάνεια – οθόνη στην οποία προβάλλεται η δράση που μαγνητοσκοπείται από τον σκηνοθέτη εκείνη τη στιγμή. Ετσι βλέπω ένα έργο που έχει γραφτεί πριν από περίπου 50 χρόνια και στο οποίο ο Μπινιάρης δεν έχει αλλάξει λέξη, αλλά με μια τόσο νεωτεριστική σκηνική αφήγηση που ναι μεν δεν αλλοιώνει το οικείο και αγαπημένο αλλά, συγχρόνως, του δίνει μια καινούργια διάσταση. Αυτό είναι το μυστικό. Ο,τι λέει (σε ελεύθερη μετάφραση) ο Λαμπεντούζα στον «Γατόπαρδο» και μέχρι τώρα δεν μπορούσα να αποκρυπτογραφήσω πλήρως. Για να αλλάξουν τα πάντα, πρέπει όλα να μείνουν ίδια.

Θα ήμουν άδικη αν δεν ανέφερα τις εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών, από τους οποίους ξεχώρισα τον πρωταγωνιστή Γιώργο Γάλλο, την Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, τον Αινεία Τσαμάτη, την Ηρώ Μπέζου.

Η Ανδρος του Instagram

Αυτό το αγαπημένο νησί, γειτονικό με τη δική μου γενέθλια γη, το έχω πάντα στο μυαλό μου ως έναν τόπο «ασπρόμαυρο». Οχι βέβαια με την έννοια του θλιβερού, αλλά της δραματικότητας που αναδεικνύει το παιχνίδι του chiaroscuro. Μπορεί αυτό να οφείλεται στα φωτογραφικά λευκώματα της Μαρίνας Καραγάτση, ίσως στις φωτογραφίες του Ανδρέα Εμπειρίκου, μπορεί και στη «Μικρά Αγγλία» του Παντελή Βούλγαρη που, αν και ασπρόμαυρη ταινία, προκαλεί παιχνίδια… φωτοσκίασης με το συναίσθημα.

Και επειδή προηγουμένως λέγαμε για δημιουργικές και ευφάνταστες συναντήσεις του παλιού με το καινούργιο, αυτό ακριβώς συμβαίνει και στις περισσότερες από τις φωτογραφίες των 116 φωτογράφων (επαγγελματιών και ερασιτεχνών) με τοπία, ανθρώπους, «υλικά» του νησιού, που περιλαμβάνει το πρότζεκτ #My_Andros και που από την επόμενη Κυριακή 18 Νοεμβρίου και για μία εβδομάδα θα εκτίθενται στον πολυχώρο Αθηναΐς (έχουν προηγηθεί εκθέσεις την άνοιξη και το καλοκαίρι στην Ανδρο).

Ολες οι φωτογραφίες έχουν τραβηχτεί για να αναρτηθούν στο Instagram. Και το ερώτημα που προκύπτει είναι αν υπάρχει τέχνη με τους όρους του Instagram. Η γνώμη μου είναι ότι μπορεί να υπάρξει. Διότι σημασία έχει το αποτέλεσμα, όχι το μέσον. Και σε αυτές τις έγχρωμες φωτογραφίες μπορώ να διακρίνω τους ασπρόμαυρους ψιθύρους της Ανδρου.

Κοιτάξτε ψηλά

Αν μέχρι τις 25 Νοεμβρίου περάσετε από τη Στοά Σπυρομήλιου, κοιτάξτε προς τα πάνω. Θα δείτε σημαντικά εικαστικά έργα από τη συλλογή του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης που το καθένα παραπέμπει και σε μία από τις παραστάσεις του φετινού ρεπερτορίου του Εθνικού Θεάτρου. Εικαστικοί συνειρμοί, σημειολογικά στοιχεία, κώδικες, φόρμες, αποτύπωση μύθων μεταφέρουν το μήνυμα των παραστάσεων έστω και αν κάποιες από αυτές δεν έχουν ανεβεί ακόμη στη σκηνή. Ενδεικτικά αναφέρω το έργο του Πάνου Κοκκινιά «Νίσυρος» που «επικοινωνεί» με το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε», το «Μάιος 1967» του Δημοσθένη Κοκκινίδη που «δείχνει» το «Ξύπνα Βασίλη», το «Gardarobe» της Καταρίνα Φριτς που παραπέμπει στον «Μισάνθρωπο», τον «Καταρράκτη» του Αλέξανδρου Ψυχούλη που «συνομιλεί» με τον «Τίμωνα τον Αθηναίο». Μια πρωτοβουλία που κάνει πιο όμορφη αυτή την ταλαίπωρη πόλη.

Ανδρέας Κατσιγιάννης, συνθέτης, μαέστρος

Τι μου αρέσει, τι δεν μου αρέσει στην Αθήνα

Πάσχα στο χωριό, Χριστούγεννα στην πόλη. Και η Αθήνα για όλα. Γιατί έχει κάτι το μαγικό. Οταν έρχεσαι από μακριά δεν σε τρομάζει, όπως συνήθως συμβαίνει με τις μεγαλουπόλεις. Σε κερδίζει από την αρχή. Οταν απομακρύνεσαι, σου λείπει και όταν βιάζεσαι σε τρελαίνει! Αν σου λείπει η γειτονιά μπορείς να τη βρεις, υπάρχουν ακόμα συνοικίες που συντηρούν το καθημερινό «μαζί». Αυτό που με στενοχωρεί είναι ότι η Αθήνα που γέννησε τη δημοκρατία, ξαφνικά ήρθε σε ρήξη μαζί της…