Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η τοπογραφία της μνήμης στην Ελλάδα έχει επίκεντρο τα κοιμητήρια των νεκρών του στη Θεσσαλονίκη: πάνω από είκοσι χιλιάδες παλικάρια από τα πέρατα του κόσμου είναι θαμμένα στα συμμαχικά νεκροταφεία της πόλης. Αγγλοι, γάλλοι, ιταλοί, σέρβοι, ρώσοι, ινδοί, αυστραλοί, αμερικανοί νέοι άνδρες σημαίνονται από την παγερή ομοιομορφία είκοσι χιλιάδων ορθογώνιων στηλών, την πένθιμη συμμετρία των τάφων που σφράγισαν ζωές απότομα κομμένες λίγο πάνω από τα είκοσι.

Από τα πρώτα χρόνια του τωρινού αιώνα κύματα ανθρώπων, που η ανάγκη ξερίζωσε από τα μέρη όπου γεννήθηκαν, έρχονται στην Ελλάδα κατά χιλιάδες αναζητώντας έναν καλύτερο βίο για τους ίδιους και τα παιδιά τους: έρχονται και αυτοί από τα πέρατα του κόσμου, μετανάστες, άλλης τάξεως ξένοι αυτοί.

Στα μέσα του 2007 η Λήδα Παπακωνσταντίνου, διεθνώς καταξιωμένη καλλιτέχνις, πραγματοποίησε μια εικαστική δράση (περφόρμανς) μεγάλης κλίμακας στον χρόνο και τον χώρο. Την τιτλοφόρησε Εις το Ονομα προεξαγγέλλοντας έτσι τον τελετουργικά αφιερωματικό της χαρακτήρα.

Αντικείμενο της δράσης ήταν η απόδοση τιμών στον Αλλον, τον ξένο που βρέθηκε αναγκαστικά στον τόπο μας και συνδέθηκε με την Ιστορία του.

Το θέμα της δράσης υπαγόρευσε η κοινωνική εγρήγορση της καλλιτέχνιδος και η ενσυναίσθηση που διαθέτει ο αντιληπτικός μηχανισμός, η ικανότητα, δηλαδή, να διεισδύει στη θέση του Αλλου χωρίς να εμποδίζεται από τα στερεότυπα του φόβου που δημιουργoύν ο φανατισμός και η άγνοια. Μπορούσε να ταυτιστεί με ανθρώπους που όροι αναγκαστικοί τούς έκαναν να εγκαταλείψουν μαζικά τον τόπο τους και να βρεθούν στον δικό της: μοίρασε τον χρόνο τής επιτέλεσης σε μία μέρα για να αποτίσει τιμή στους ζώντες και τρεις στους νεκρούς. Για τους ζώντες επέλεξε περιοχές του κέντρου της Αθήνας εμποτισμένες από την παρουσία, τη συνάθροιση, τη διάβαση οικονομικών μεταναστών: χιλιάδες άνθρωποι κάθε φυλής και εθνότητας φορτίζουν, διά της παρουσίας τους, δρόμους του κέντρου από το Μοναστηράκι ώς τα Χαυτεία και την Ομόνοια.

Αντιγράφω από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της μέρας στην Αθήνα: Στο ένα χέρι κρατώ ένα μεγάλο δάφνινο στεφάνι. Στο άλλο χέρι, αντί για τσάντα, έχω ένα πλαστικό κασετόφωνο σε χρώμα φούξια που, όταν παίζει, αναβοσβήνουν αστέρια και λαμπάκια… made in China… Σε όλα τα σημεία που σταματώ επαναλαμβάνω με σοβαρότητα τη διαδικασία κατάθεσης στεφανιού… Ακουμπάω το δαφνοστέφανο, κάνω δυο βήματα πίσω, ανοίγω το κασετόφωνο και στέκομαι προσοχή για λίγα δευτερόλεπτα… Κατάθεση πρώτη, μαγαζί με πλαστικές σακούλες στην οδό Μιαούλη. Τελευταία κατάθεση τοίχος με ρωσόφωνες αγγελίες στη γωνία Αγίου Κωνσταντίνου και Μενάνδρου. Απέναντι το Εθνικό θέατρο, παραδίπλα τα διεθνή μπουρδέλα.

Το τελετουργικό επαναλαμβάνεται στους τηλεφωνικούς θαλάμους, στις στάσεις λεωφορείων για τις περιοχές κατοικίας τους, στα ethnic μικρομάγαζα από όπου προμηθεύονται τρόφιμα, στα σημεία όπου κάνουν πιάτσα για το καθημερινό μεροκάματο. Το ντύσιμό της, «μετά πίλου», είναι αυτό που αρμόζει σε μια επίσημη περίσταση.

Η δράση συνεχίστηκε τις επόμενες τρεις μέρες στη Θεσσαλονίκη. Η Λήδα Παπακωνσταντίνου, κρατώντας όλα τα στοιχεία της πρώτης μέρας αλλά έχοντας εφαρμόσει το στεφάνι στον τροχό καροτσιού μεταφοράς μπάζων που έχει γεμίσει με παλιά ρούχα, μεταφέρει την απόδοση τιμών στους νεκρούς στρατιώτες της Στρατιάς της Ανατολής που δεν επέστρεψαν ποτέ στις μακρινές τους πατρίδες. Πρωί, μεσημέρι, απόγεμα περιέρχεται τα μνήματα και απλώνει, σε μερικά, κάποιο παλιό ρούχο μπροστά από την κατακόρυφη στήλη με το όνομα του νεκρού παλικαριού. Θέλει να συνδέσει, έστω για όσο κρατάει η δράση, το όνομα με ένα ψήγμα οικείωσης, ένα αδειανό ρούχο, έστω, μια φευγαλέα ανάσα μητρικού κήδους (=φροντίδας), υποκατάστατο προσωπικής κηδείας. Στην τελευταία, την Τρίτη μέρα των νεκρών νέων, ολοκληρώνει την απόδοση τιμών με πρόσφορα από την αμφίεσή της. Αντιγράφω την ακροτελεύτια καταγραφή του οδοιπορικού της:

Εδώ σταματώ. Βγάζω το καπέλο, τα γάντια και το μαργαριταρένιο κολιέ. Τα αφήνω επάνω στο μάρμαρο. Κάθομαι στα σκαλοπάτια, βγάζω τα παπούτσια και τις κάλτσες, σηκώνομαι και τα αφήνω δίπλα στα άλλα. Για λίγες στιγμές στέκομαι ακίνητη. Μετά κατεβαίνω. Περπατώ ξυπόλητη προς την έξοδο με βήμα ταχύ. Φτάνω στο καρότσι. Βγάζω τα γυαλιά του ήλιου, τα αφήνω πάνω στα ρούχα που περίσσεψαν και φεύγω. Το γρασίδι είναι δροσερό στα πέλματά μου. Οταν βγαίνω στην άσφαλτο καίει.

Η καταγραφή του οδοιπορικού προβλήθηκε σε οθόνες – πλατφόρμες που ποντίστηκαν στη θάλασσα. Η κίνηση έδειχνε ότι θεατές και καλλιτέχνις συμμετείχαν σε ένα βίωμα που είχε περάσει από την ατομική εμπειρία εξαγνισμού στην εικονική πραγματικότητα μιας συμμετοχικής ευωχίας. Σε αυτήν η προβολή, από τη μεριά του θεατή, γινόταν στις οθόνες, ενώ για την ίδια το λίκνισμα της θάλασσας ολοκλήρωνε τα στάδια μιας κάθαρσης που είχε αρχίσει τέσσερις μέρες πριν.

Είτε στη μεγάλη κλίμακα της Λήδας Παπακωνσταντίνου, είτε στη μικρότερη άλλων ομότεχνών της με φωτομοντάζ, εγκαταστάσεις, περιβάλλοντα, το γεγονός ότι η Ιστορία περνάει ως αυτοβιογραφία στο εικαστικό πεδίο των σημερινών καλλιτεχνών μοιάζει να ισχύει σχεδόν χωρίς εξαίρεση.