Ας δούμε τα δεδομένα που υπάρχουν στο τραπέζι της συμφωνίας Τσίπρα – Ιερώνυμου.

Πρώτον, από τη συμφωνία απουσιάζει ο απαραίτητος τρίτος συμβαλλόμενος, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στο οποίο υπάγονται (πνευματικά ή/και διοικητικά) οι Νέες Χώρες (Ηπειρος, Μακεδονία, Θράκη, Βόρειο Αιγαίο), τα Δωδεκάνησα και η Κρήτη.

Δεύτερον, η συμφωνία δεν έχει κανένα οικονομοτεχνικό θεμέλιο. Παρά τον «πολυετή διάλογο» (Τσίπρας), δεν γνωρίζουμε ποια είναι τα εκκλησιαστικά ακίνητα που, δήθεν, αφαιρέθηκαν και ποια η αξία τους. Γνωρίζουμε, βέβαια, το κόστος της μισθοδοσίας του κλήρου. Ωστόσο, δεν έχει μέχρι σήμερα εκκαθαριστεί ο σχετικός κατάλογος. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις τον περασμένο Αύγουστο (νόμος 4559/18, άρθρο 47) προβλέφθηκε η κατάρτιση μητρώου των εν ενεργεία εφημερίων, διακόνων και ιεροκηρύκων με ορίζοντα ολοκλήρωσης το επόμενο έτος (Αύγουστος 2019). Η συμφωνία, επομένως, δεν θεμελιώνεται σε συγκεκριμένα οικονομοτεχνικά στοιχεία.

Τέλος, η συμφωνία ενισχύει τον ρόλο του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου, ο οποίος θα «κρατάει το ταμείο» της μισθοδοσίας. Φαντάζομαι ότι μερικοί θα αντιλέξουν πως το ταμείο θα το κρατάει η Ιερά Σύνοδος ή οι μητροπολίτες. Ωστόσο, αν διαβάσει κανείς προσεκτικά την πρόταση αναθεώρησης του Τσίπρα και την αντιπαραβάλει με το ισχύον άρθρο 3 του Συντάγματος, τότε θα διαπιστώσει ότι εξαλείφεται από τον Τσίπρα η αναφορά τόσο στην Ιερά Σύνοδο όσο και στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο. Συνεπώς, ο Αρχιεπίσκοπος «θα κρατάει το ταμείο». Αυτή είναι η συνολική πρόταση Τσίπρα.

Το συμπέρασμα των ανωτέρω είναι βεβαίως η προχειρότητα, αλλά και κάτι παραπάνω: η πολιτική πριμοδότηση του Αρχιεπισκόπου από τον Τσίπρα. Η θρησκευτική ουδετερότητα «πάει περίπατο». Ο Τσίπρας επεμβαίνει ωμά στα εκκλησιαστικά πράγματα και μόνο ουδέτερος δεν είναι. Αναμένουμε να μάθουμε το αντάλλαγμα του Αρχιεπισκόπου. Προχθές είδαμε στις οθόνες μας να αποκαλύπτεται μια ανίερη πολιτικο-εκκλησιαστική αμφοτεροβαρής συμμαχία.

Ο Γιάννης Κτιστάκις είναι επίκουρος καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ