Με τη χθεσινή τοποθέτηση του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας και εν αναμονή της στάσης και των προτάσεων του Κινήματος Αλλαγής, η δημοκρατική αντιπολίτευση φαίνεται να συγκροτεί σιγά σιγά τον πυρήνα της λογικής με την οποία σκοπεύει να αντιμετωπίσει την πρόταση του κυβερνώντος κόμματος: της δίνεται μια πολύ καλή ευκαιρία να κάνει το Σύνταγμα και τους θεσμούς σημαία στη μάχη κατά του πολιτικού και αναθεωρητικού λαϊκισμού.

Η κριτική που άσκησε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στον τρόπο που κινείται η κυβέρνηση και στις αντιφάσεις της αναθεωρητικής της πρότασης φανερώνουν ωριμότητα και έλλειψη φανατισμού. Ναι, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ είναι προσχηματική και έρχεται σε αντίφαση με τα κυβερνητικά πεπραγμένα του: «ενίσχυση» δημοψηφισμάτων παρά την κωλοτούμπα του δημοψηφίσματος-παρωδίας του 2015, «μέριμνα» για αγαθά όπως η ενέργεια που έχουν ήδη εκποιηθεί για πολλά χρόνια, «αγωνία» για τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου αφού πρώτα καταβαραθρώθηκαν από την παρούσα κυβέρνηση. Ναι, αντί για την αναγκαία συναίνεση η κυβέρνηση προήγαγε και συνεχίζει να προάγει τον διχασμό (η λέξη «πογκρόμ» που χρησιμοποίησε ο αρχηγός της ΝΔ είναι μάλλον υπερβολική). Και ναι, οι κυβερνητικές προτάσεις είναι αποσπασματικές και δεν αγγίζουν μια σειρά από κρίσιμα πεδία στα οποία απαιτούνται πράγματι τομές (δημόσια διοίκηση, δημοσιονομικός χώρος, Δικαιοσύνη).

Καλοδεχούμενη είναι και η απόφαση της αξιωματικής αντιπολίτευσης να «συμμετάσχει κανονικά» στην αναθεωρητική διαδικασία, μην αφήνοντας το παραμικρό περιθώριο μονοπώλησης του «συνταγματικού πατριωτισμού» σε ένα κόμμα και μια κυβέρνηση που ανοιχτά τον περιφρονούν. Ωστόσο, από τις γενικές αναφορές και τις επιμέρους ιδέες μού γεννήθηκαν τρία ερωτήματα/σχόλια. Πρώτον, μήπως η «λιτή» αλλά συγχρόνως «γενναία» και μαζί «δημιουργός καινοτόμων θεσμών» πρόταση της ΝΔ σημαίνει ότι θα ανοίξουν, όπως το 2001, πάρα πολλά άρθρα του Συντάγματος και θα πειραχτεί η συνολική αρχιτεκτονική του; Αν κάτι τέτοιο υπονοείται, νομίζω ότι είναι λάθος και ότι η αντιπολίτευση πέφτει στην παγίδα της κυβέρνησης. Δεύτερον, η πρόσκληση, επίσημη μάλιστα, υπερψήφισης των διατάξεων με μεγάλη πλειοψηφία από την πρώτη, τη σημερινή, Βουλή, ώστε να έχει την ευχέρεια η μετά τις εκλογές κυβέρνηση να τους προσδώσει το περιεχόμενο που εκείνη επιθυμεί, έρχεται σε αντίθεση τόσο με το πνεύμα της συνταγματικής διάταξης περί αναθεώρησης όσο και με την πολιτική ανάγκη οι συναινέσεις να συγκροτηθούν μετά το γύρισμα της σελίδας μέσω της λαϊκής ετυμηγορίας. Και τρίτον, από τις προτάσεις του προέδρου της ΝΔ δεν έλειψαν ορισμένες γενικολογίες που δεν ταιριάζουν σε αναθεωρητικό εγχείρημα: «συνταγματική κατοχύρωση καλής νομοθέτησης» είναι σχεδόν αδύνατη, το ίδιο και της «κοινωνικής κινητικότητας», το περιβάλλον προστατεύεται ήδη με πλήρη τρόπο, η ανάπτυξη, όσο απαραίτητη κι αν είναι, δεν έρχεται μέσω Συντάγματος, η αξιολόγηση, από τη στιγμή που το ΑΣΕΠ μπήκε στο Σύνταγμα, αποτελεί συνταγματική αρχή.

Σε τελική ανάλυση, η τύχη της πρότασης της ΝΔ φαίνεται ότι θα περιστραφεί γύρω από μια μεγάλη άρνηση, στον χωρισμό Κράτους – Εκκλησίας, και μια μεγάλη κατάφαση, στην ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων «υπό δημόσια εποπτεία ανεξάρτητης Αρχής». Κατά την ταπεινή μου άποψη, στο πρώτο έχει άδικο και στο δεύτερο δίκιο. Αλλά και τα δύο, όπως και όλη της τη λειτουργία κατά την αναθεωρητική διαδικασία, σκόπιμο θα ήταν να τα σφυρηλατήσει μαζί με όλες τις αντι-λαϊκιστικές δυνάμεις του τόπου.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος