Το περιστατικό φαίνεται δευτερεύουσας σημασίας και κάτι σχεδόν τελείως μεμονωμένο, αν το καλοεξετάσουμε όμως θα διαπιστώσουμε πως έχει πάρει ενδημικές διαστάσεις και δεν αφορά μόνον στρώματα ανθρώπων που «φυσιολογικά» κατά κάποιον τρόπο το εκφράζουν, αλλά και κατηγορίες πολιτών που ουδεμία «συγγενική» σχέση διαθέτουν μαζί του. Η πολύ γνωστή, λόγω τηλεόρασης κυρίως, ηθοποιός στην αίθουσα αναμονής ενός επαρχιακού αεροδρομίου, κάπου στη Βόρεια Ελλάδα, συμπεριφέρεται με έναν τρόπο – υπάρχει μια καθυστέρηση στην πτήση για την Αθήνα – ώστε αν συνέβαινε να μην την αναγνωρίζει κανείς θα έλεγε το λιγότερο πως πρόκειται για άτομο προβληματικό. Με δυο πολύ κομψές τσάντες στα χέρια της και ενώ υπάρχουν άφθονα ελεύθερα καθίσματα, περιφέρεται ανάμεσά τους με έναν τρόπο ώστε κι αν ακόμη δεν ήξερε κανείς για ποια ακριβώς πρόκειται, να ενδιαφερθεί να μάθει ρωτώντας έναν διπλανό του. Ισως για να έχει να θυμάται πως συνυπήρξε κάποτε μαζί της σ’ ένα επαρχιακό αεροδρόμιο.

Μ’ έναν αέρα και με ένα ύφος, ότι δηλαδή θα ενοχλούνταν σε περίπτωση που την αναγνώριζαν, κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να το προκαλέσει. Ακόμη και τη στιγμή που στο πενιχρό είναι αλήθεια περίπτερο που υπάρχει, πηγαίνει για να αγοράσει τσίχλες, ρωτάει την υπάλληλο χωρίς να καταδεχτεί να την κοιτάξει στα μάτια, αν οι πέντε μάρκες που εκτίθενται μπροστά της, μέσα στα κουτάκια τους, είναι οι μοναδικές ή αν υπάρχει και καμιά ακόμη που συμβαίνει να μην τη γνωρίζει αλλά είναι αυτή ακριβώς που θα ήθελε να αγοράσει.

Το θέαμα καταντάει πραγματικά εκνευριστικό, τόσο περισσότερο καθώς δεν μπορεί να απευθύνει κανείς τον λόγο στην εν λόγω ηθοποιό και να της πει ότι έχει πλήρως αντιληφθεί το τι συμβαίνει, χωρίς όμως να αισθανθεί ότι όποιος τον ακούσει δεν θα τον χαρακτηρίσει κομπλεξικό, όταν έρχεται ουρανόσταλτη η βοήθεια – φτάνει να τη θυμηθεί κανείς – με τους στίχους του Ντίνου Χριστιανόπουλου «Γιατί το τζάκισες το χέρι σου γερο-Μακρυγιάννη; Για να χορεύουν σέικ τα κωλόπαιδα».

Πώς είναι δυνατόν η ζωή να «τρέχει» καθημερινά με δυστυχίες, με πολέμους, με θανάτους, που δεν μας είναι άγνωστοι, αντίθετα τους ζούμε θέλουμε δεν θέλουμε και στο αεροδρόμιο μιας επαρχιακής πόλης να κυριαρχεί σ’ έναν άνθρωπο – ακόμη και ηθοποιό – ότι μια αίσθηση που μπορεί να προκαλέσει, στην ουσία για το τίποτα, δεν αποκλείεται να είναι τόσο ισχυρή ώστε να απαλείψει κάθε εντύπωση της πραγματικότητας όπως εξελίσσεται την ίδια αυτή ακριβώς στιγμή. Πώς μπορεί η ζωή εννοημένη ακόμη με όλες τις φτήνιες, τις μικρότητες και τις χαμέρπειές της, να διαχωρίζεται σε τέτοιο βαθμό από κάθε τι τρομερό που συμβαίνει εξακριβωμένα ανά πάσα στιγμή και να γίνεται υποχείρια μιας εντύπωσης επειδή απλά κάποιος σκέφτηκε να την προκαλέσει και δεν σηκώνονται αυτόματα ακόμα και οι πέτρες να τον πάρουν στο κατόπι καθώς τολμάει να φέρνει στο ίδιο επίπεδο το τίποτε με το μέγιστο;