Oπως αναφέρεται στην έκθεση Stern το 2006 «κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής με απόλυτη βεβαιότητα. Αλλά όλοι γνωρίζουμε πλέον αρκετά για να κατανοήσουμε τους κινδύνους». Πράγματι γνωρίζουμε(;). Κατά την περίοδο 1998 – 2017, σημειώθηκε δραματική αύξηση των ακραίων καιρικών φαινομένων – όπως πλημμύρες, ξηρασίες και καύσωνες – και συνακόλουθα των φυσικών καταστροφών που συνδέονται κυρίως με τις κλιματικές μεταβολές. Εξαιτίας αυτών των καταστροφών, 1,3 εκατ. άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους παγκοσμίως και 4,4 δισ. άνθρωποι επλήγησαν ποικιλοτρόπως, ενώ το οικονομικό κόστος εκτιμάται ότι ανήλθε σε 2,9 δισ. δολάρια (UNISDR-CRED 2018). Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στην Ευρώπη η παρατεταμένη ξηρασία και ο καύσωνας του 2003 οδήγησε στην απώλεια περισσότερων από 30.000 ανθρώπινων ζωών και καταγράφεται ως η χειρότερη περιβαλλοντική καταστροφή των τελευταίων 50 ετών (UNEP 2004). Ο μέχρι σήμερα απολογισμός και οι προβλέψεις για την επικείμενη αλλαγή του κλίματος μαρτυρούν την ένταση και το εύρος των επιπτώσεων των κλιματικών μεταβολών, που στοιχειοθετούν μια πολυδιάστατη απειλή για την ανθρώπινη και συνακόλουθα τη διεθνή ασφάλεια. Δεδομένου ότι ουσιαστικές πτυχές του επιπέδου διαβίωσης συνδέονται άρρηκτα με τα καιρικά φαινόμενα και τις κλιματικές συνθήκες, η αλλαγή του κλίματος δεν μπορεί παρά να συνθέτει ένα περιβάλλον ανθρώπινης ανασφάλειας. Σύμφωνα με την έκθεση του IPCC (2014), οι κλιματικές μεταβολές εκτιμάται ότι θα υπονομεύσουν τις συνθήκες διαβίωσης και την πρόσβαση σε βασικούς πόρους όπως πόσιμο νερό, τρόφιμα και στέγαση, καθώς και την παραγωγή βασικών αγροτικών προϊόντων. Ως εκ τούτου, η αλλαγή του κλίματος θα φέρει εκατομμύρια ανθρώπους αντιμέτωπους με τον κίνδυνο της φτώχειας και της διατροφικής ανασφάλειας. Η απώλεια της περιουσίας λόγω των περιβαλλοντικών καταστροφών και οι περιορισμένες καλλιεργήσιμες εκτάσεις εξαιτίας των κλιματικών μεταβολών θα οδηγήσει αναπόφευκτα στη μετακίνηση πολλών ανθρώπων που πλήττονται σε γειτονικές περιοχές ή χώρες. Οι αυξανόμενες μεταναστευτικές ροές και οι αντικρουόμενες διεκδικήσεις για την εκμετάλλευση υδάτινων και ενεργειακών πόρων, καθώς και εύπορων περιοχών ενδέχεται να αυξήσουν τις ενδοκρατικές εντάσεις, αλλά και τις συγκρούσεις μεταξύ των κρατών.

Αρκεί να σημειωθεί ότι την περίοδο 2008 – 2017 μετακινήθηκαν ήδη εντός των κρατών κατά μέσο όρο ετησίως πάνω από 20 εκατ. άνθρωποι εξαιτίας των περιβαλλοντικών καταστροφών, με τον αριθμό των ανθρώπων που «ξεπέρασαν» τα εθνικά σύνορα να παραμένει άγνωστος (Overseas Development Institute – United Nations Development Programme 2017). Με εξαίρεση τις ΗΠΑ και την Κίνα, οι μεγαλύτερες μετακινήσεις σημειώθηκαν κυρίως σε αναπτυσσόμενα κράτη, πολιτικά ασταθή και με ελλιπείς υποδομές προσαρμογής σε περιβαλλοντικούς κινδύνους. Αν και τα δεδομένα που συνδέουν τη μετανάστευση εντός και εκτός των εθνικών συνόρων παραμένουν περιορισμένα, οι αρνητικές πιέσεις που δημιουργούν για την ανθρώπινη ασφάλεια οι μετακινήσεις εκατομμυρίων ανθρώπων στο εσωτερικό κρατών, που παραδοσιακά αποτελούν κράτη αποστολής μεταναστών και προσφύγων προς την Ευρώπη, στοιχειοθετούν την απειλή που ήδη θέτει η αλλαγή του κλίματος για τη διεθνή ασφάλεια. Στο πλαίσιο αυτό, η κλιματική αλλαγή θα πρέπει να γίνει αντιληπτή όχι ως ένα πρόβλημα κόστους – οφέλους, αλλά ως ένα πρόβλημα διαχείρισης κινδύνου σε ένα περιβάλλον διεθνούς ανασφάλειας. Ποιος είναι έτοιμος να αναλάβει το ρίσκο;