Ο θεσμός της εποικοδομητικής (ή δημιουργικής) ψήφου δυσπιστίας εισήχθη για πρώτη φορά από το άρθρο 67 του γερμανικού Συντάγματος του 1949 και στη συνέχεια υιοθετήθηκε και από το άρθρο 113 του ισπανικού Συντάγματος του 1978. Πρόκειται στην ουσία για μηχανισμό αντικατάστασης του πρωθυπουργού κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής περιόδου. Η διαφορά της από την κλασική έκφραση δυσπιστίας συνίσταται στο ότι η υποβολή της είναι δυνατή μόνο όταν συνοδεύεται από την υπόδειξη νέου πρωθυπουργού. Ετσι στην περίπτωση υπερψήφισης εποικοδομητικής πρότασης δυσπιστίας, ο αρχηγός του κράτους οφείλει να διορίσει πρωθυπουργό τον υποδειχθέντα από τη νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αυτό σημαίνει ότι δεν αρκεί η ύπαρξη στη Βουλή μιας αρνητικής πλειοψηφίας κατά της κυβέρνησης, αλλά χρειάζεται μια θετική πλειοψηφία που θα συμφωνήσει στο πρόσωπο του νέου πρωθυπουργού. Αν δεν μπορεί να σχηματιστεί μια τέτοια θετική πλειοψηφία, τότε η κυβέρνηση, ακόμη και αν έχει απολέσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, παραμένει στη θέση της. Τυχόν υιοθέτηση του θεσμού αυτού στην Ελλάδα θα έχει ως αποτέλεσμα την περαιτέρω ενίσχυση του «πρωθυπουργοκεντρικού» χαρακτήρα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, κατά το πρότυπο της «δημοκρατίας του καγκελαρίου».

Εκτός τούτου, δεν θα είναι δυνατή εφεξής η πρόταση δυσπιστίας κατά μεμονωμένου υπουργού, αφού δεν είναι νοητή η υπόδειξη του διαδόχου του από τη Βουλή. Οπως δείχνει και η συγκριτική εμπειρία, η ατομική πρόταση δυσπιστίας είναι ασυμβίβαστη με το νόημα της εποικοδομητικής ψήφου δυσπιστίας. Συνεπώς, θα ανατραπεί ολόκληρο το ισχύον σύστημα καταλογισμού της πολιτικής ευθύνης της κυβέρνησης από τη Βουλή. Και μάλιστα, χωρίς αποχρώντα λόγο, αφού στην Ελλάδα ουδέποτε έχει υπερψηφιστεί πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης ή μεμονωμένου υπουργού με βάση την ισχύουσα κλασική ρύθμιση.

Στην κυβερνητική πρόταση η εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας, που οδηγεί, όπως είδαμε, σε περαιτέρω ενίσχυση της συνταγματικής θέσης του πρωθυπουργού, έχει ως αντίβαρο τη συνταγματική καθιέρωση του αναλογικού εκλογικού συστήματος. Ομως, μια τέτοια ρύθμιση δεν μπορεί να προχωρά παραπέρα από την κατοχύρωση της αρχής της αναλογικής αντιπροσώπευσης (βλ. για τα συγκριτικά δεδομένα, Χ. Ανθόπουλος, «Εκλογικά συστήματα και συνταγματικές δεσμεύσεις», 2016, σελ. 39 επ.). Συνεπώς, ο εκλογικός νομοθέτης θα έχει πάντοτε τη δυνατότητα να θεσπίσει «διορθωμένα» αναλογικά συστήματα. Το πρόβλημα του εκλογικού συστήματος στην Ελλάδα είναι η ανεπάρκεια του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητάς του. Αλλά ως προς το ζήτημα αυτό, που συνδέεται με το γενικότερο πρόβλημα του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα, δεν φαίνεται να υπάρχει αναθεωρητικό ενδιαφέρον.

Οσον αφορά την πρόταση για την κατάργηση της δυνατότητας διορισμού εξωκοινοβουλευτικών πρωθυπουργών, νομίζω ότι εισάγει ένα ανελαστικό στοιχείο που δεν προσιδιάζει στη φύση του κοινοβουλευτικού συστήματος. Αν ίσχυε μια τέτοια ρύθμιση, δεν θα μπορούσε να γίνει πρωθυπουργός ούτε ο Ματέο Ρέντσι ούτε ο Πέδρο Σάντσεθ.

Ο Χαράλαμπος Ανθόπουλος είναι καθηγητής Δικαίου

και Διοίκησης ΕΑΠ