Το Υπουργικό Συμβούλιο που συγκάλεσε ο Πρωθυπουργός για να ηρεμήσει τα πνεύματα των υπουργών του αποδεικνύεται μοιραίο. Η πυροσβεστική παρέμβασή του άλλο δεν έκανε από το να δυναμώσει τη φωτιά. Η κυβέρνηση αυτή έχει πλέον καεί. Κι έχει καεί όχι επειδή συγκρούστηκαν δύο κορυφαίοι υπουργοί, αλλά επειδή συγκρούστηκαν εξαπολύοντας βέλη ο ένας στον άλλο για διαφθορά.

Είναι η πρώτη φορά που ακούγονται τόσο βαριές κατηγορίες σε ένα Υπουργικό Συμβούλιο – πιθανότατα από συστάσεως του ελληνικού κράτους. Τα μέλη της κυβέρνησης προτίμησαν τη σιωπή, ο δε Πρωθυπουργός επιχείρησε απλώς να αστειευτεί παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως θύμα ενός προσωπικού καβγά δυο υπουργών του, όπως περίπου θα παρουσίαζε ένας κηδεμόνας τον τσακωμό τον ανήλικων τέκνων του.

Αλλά εδώ δεν ενδιαφέρει ο βαθμός ενηλικίωσης ή ωριμότητας των υπουργών του. Ενδιαφέρουν τα όσα ειπώθηκαν. Και τα όσα ειπώθηκαν για τα μυστικά και άλλα κονδύλια χρήζουν άμεσης διερεύνησης. Πολύ περισσότερο, από τη στιγμή που ο παραιτηθείς υπουργός επιμένει πως κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας – «όποιος πετάει λάσπη έχει λερωμένα χέρια» δήλωσε, ενώ η επιστολή της παραίτησής του βρίθει αιχμών που δεν άπτονται τόσο της πολιτικής όσο της Δικαιοσύνης.

Η διερεύνηση της υπόθεσης συνιστά εθνική επιταγή. Συνιστά και εθνική ανάγκη, ειδικά από τη στιγμή που ο Πρωθυπουργός επιχειρεί να κρατηθεί με νύχια και με δόντια στην εξουσία. Αδιαφορώντας για το πόσο απαξιωμένη είναι πλέον η κυβέρνησή του. Και ξεχνώντας πως μια απαξιωμένη κυβέρνηση απαξιώνει και τη χώρα.