Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε φάση ανάκαμψης, με όλους τους δείκτες να κινούνται ανοδικά. Ο ρυθμός όμως της ανάκαμψης, βραχυπρόθεσμα, και οι προοπτικές για την εδραίωση μιας ισχυρής και βιώσιμης αναπτυξιακής διαδικασίας, μεσοπρόθεσμα, δεν εμπνέουν και μεγάλο ενθουσιασμό σε μια χώρα και σε έναν πληθυσμό που έχασε το 25% των εισοδημάτων και το 50% των επενδύσεων. Οταν 1 στους 5 είναι ακόμα άνεργος και απ’ όσους είναι άνεργοι ο 1 στους 3 θα έχει μεγάλη δυσκολία να βρει δουλειά, μιας και ψάχνει για εργασία για πάνω από 4 χρόνια. Και όταν μόνο 2 στους 3 από αυτούς έχουν την ηλικία για να δουλέψουν, βρίσκονται στην αγορά εργασίας (όταν στην Ευρώπη κατά μέσο όρο είναι οι 3 στους 4). Και, σε επίπεδο πληθυσμού, μόνο οι 2 στους 3 Ελληνες είναι σε εργάσιμη ηλικία. Και από αυτούς δουλεύει μόνο ο ένας για να ζήσει τους άλλους δύο, είτε με τα εισοδήματά του (για να ζήσει την οικογένειά του) είτε με τους φόρους του (για να πληρωθούν οι συντάξεις στους ηλικιωμένους και οι μισθοί στην κρατική γραφειοκρατία). Και όχι μόνο δεν βάζει ούτε 1 ευρώ στην άκρη, αλλά τρώει (όσοι έχουν) και από τα έτοιμα. Και όσοι δεν έχουν, δεν μπορούν να ανοίξουν σπίτι και να ξεκινήσουν οικογένεια. Ετσι, δεν είναι παράξενο που πέφτουν οι γεννήσεις και οι νέοι φεύγουν για το εξωτερικό.

Θα περίμενε κανείς, λοιπόν, ότι σε μια τέτοια χειμαζόμενη κοινωνία θα κάναμε τα αδύνατα δυνατά να δώσουμε μια μεγαλύτερη αναπτυξιακή ώθηση στην οικονομία. Και να μη μας ικανοποιεί το 1% έως 2% ανάπτυξης μακροπρόθεσμα, με την αύξηση των επενδύσεων, και της παραγωγικότητας, να χαρακτηρίζεται από μετριότητα, μπροστά στην καταστροφή που έχει συμβεί στη χώρα. Οταν η παραγωγικότητα στην Ελλάδα είναι η μισή απ’ ό,τι είναι στις μισές πιο αναπτυγμένες χώρες του κόσμου. Η επιτάχυνση της αναπτυξιακής διαδικασίας δεν έρχεται, βεβαίως, από μόνη της, επειδή όλοι το ευχόμαστε και το φωνάζουμε. Ούτε έρχεται με αυξήσεις μισθών που δεν ανταποκρίνονται στην παραγωγικότητα της εργασίας. Πλούτος και εισοδήματα δεν παράγονται με υπουργικές αποφάσεις.  Αν είναι έτσι τα πράγματα, γιατί να αυξηθούν οι μισθοί μόνο κατά 1% και όχι κατά 20%, ας πούμε, και να γίνουμε ακόμη πιο πλούσιοι; Αλλωστε οι μισθοί ήδη αυξάνονται χωρίς τη βοήθεια κανενός, και μάλιστα όσο και η παραγωγικότητα της εργασίας. Ας σοβαρευτούμε, λοιπόν! Για άλλη μία φορά τα εισοδήματα θέλουν παραγωγικότητα και η παραγωγικότητα επενδύσεις, και οι επενδύσεις θέλουν κέρδη και τα κέρδη θα έρθουν αν μειώσουμε το μη μισθολογικό κόστος εργασίας (εισφορές και υψηλή φορολογία εισοδήματος). Και να έχουμε και μια κρατική μηχανή που να ενδιαφέρεται, και να φροντίζει, και να διευκολύνει τους επιχειρηματίες για να κάνουν επενδύσεις!

Το δεντράκι της ανάκαμψης θα έπρεπε να το έχουμε στα όπα όπα. Να το ποτίζουμε κάθε μέρα, μπας και βγάλει κι άλλα φύλλα και ψηλώσει. Η χώρα μας βγαίνει στις αγορές μετά την ολοκλήρωση των προγραμμάτων στήριξης. Δεν υπάρχει ευρώ από εδώ και πέρα με χαμηλά (χαριστικά) επιτόκια. Και αργά ή γρήγορα θα πρέπει να δανειστούμε για να αναπληρώνουμε τα δάνεια που λήγουν. Επιτόκια, όμως, 4% και 5% είναι απαγορευτικά, επειδή το χρέος που έχουμε είναι τεράστιο. Πρέπει να τα κατεβάσουμε, λοιπόν. Δεν μας φταίει η Ιταλία ούτε ο Τραμπ και οι εμπορικοί πόλεμοι με τους Κινέζους ούτε οι Αγγλοι. Εμείς πρέπει μόνοι μας να κατεβάσουμε τα επιτόκια. Γιατί όσο δεν μειώνονται τα επιτόκια, δεν μπορούμε εμείς, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, να δανειστούμε φθηνότερα από τις τράπεζες. Δεν μπορούν να γίνουν και οι επενδύσεις που θέλουμε. Ας μην εφησυχάζουμε λοιπόν με το περίφημο «μαξιλαράκι» γιατί κινδυνεύουμε να χάσουμε τον «καναπέ» αν δεν κινητοποιηθούμε! Χρειάζεται σοβαρότητα, υπεύθυνη οικονομική πολιτική για μια σταθερή πορεία. Χωρίς προεκλογικά τερτίπια. Χωρίς ανατροπές. Χωρίς να παίρνουμε πίσω όσα συμφωνούμε. Τι να υποθέσει, για παράδειγμα, ένας επιχειρηματίας που περίμενε, γιατί έτσι του υποσχέθηκαν, ότι θα μειωθεί ο εταιρικός φόρος από 29% σε 26% το 2019 και, ξαφνικά, μαθαίνει ότι θα μειωθεί μόνο στο 28%!

Οι τράπεζες τραντάζονται, αν και είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες, διότι δεν μπορούν να αναπνεύσουν με το βουνό των δανείων σε καθυστέρηση που τις έχει πλακώσει. Και γι’ αυτό είναι μονόδρομος για εκείνες να προχωρήσουν πιο γρήγορα στις αναδιαρθρώσεις χρεών και επιχειρήσεων και η πολιτεία να διαφυλάξει, ως κόρην οφθαλμού, τη δημοσιονομική πειθαρχία.

Εδώ που είμαστε πρέπει οι δύσκολες αποφάσεις να σταματήσουν να μετακυλίονται στο μέλλον. Διότι έτσι μπορεί κάποια στιγμή, παραφράζοντας τον Καβάφη, να πούμε κι εμείς: «Γιατί ενύχτωσε κ’ η ανάπτυξη δεν ήλθε. Και μερικοί έφθασαν από τα σύνορα, και είπανε πως ανάπτυξη πια δεν υπάρχει. Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς ανάπτυξη. Η ανάπτυξη ήταν μια κάποια λύσις».

Ο Μιχάλης Μασουράκης είναι επικεφαλής οικονομολόγος του ΣΕΒ