Ο υπουργός Αμυνας, εκτός από έναν εναλλακτικό μηχανισμό υποκατάστασης του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια, πρότεινε και την εγκαθίδρυση (τουλάχιστον τριών) αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα. Η σύγχυση μεταξύ μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων και εθνικών επιδιώξεων και η επιπολαιότητα στη διατύπωση μη επεξεργασμένων προτάσεων είναι ενοχλητική, πλην όμως η συζήτηση για την ενίσχυση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στη χώρα μας εξελίσσεται εδώ και καιρό. Κυρίως λόγω της συστηματικής απόκλισης της Τουρκίας από τις ΗΠΑ και της επανάκαμψης της Ρωσίας σε Μέση Ανατολή και Ανατολική Μεσόγειο.

Η Αγκυρα παραμένει μεν κρίσιμη παράμετρος στους αμερικανικούς σχεδιασμούς, ωστόσο, εξαιτίας της δύστροπης συμπεριφοράς της, η Ουάσιγκτον εξετάζει τρόπους μετριασμού της επιχειρησιακής της εξάρτησης από αυτή. Μάλιστα, τα διιστάμενα συμφέροντα στο ζήτημα διαχείρισης του Ιράν (σοβαρός κίνδυνος κατά τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία) και το ενδεχόμενο ενός προληπτικού πλήγματος σε βάρος της Τεχεράνης (το Τελ Αβίβ φαίνεται πως δεν έχει αποβάλει τέτοιες σκέψεις), δημιουργεί την ανάγκη αναζήτησης εναλλακτικών. Ακόμη περισσότερο, η σύγκλιση Αγκυρας – Μόσχας – που έχει επεκταθεί και στο στρατιωτικό πεδίο – και οι αναθεωρητικές βλέψεις Ερντογάν – Πούτιν έχουν θορυβήσει τις ΗΠΑ. Μία χώρα, που αποτελούσε στρατηγικό ανάχωμα στις φιλοδοξίες Μόσχας και Τεχεράνης, συνεννοείται και συνεργάζεται πλέον μαζί τους, χωρίς να γνωρίζουμε αν αυτή είναι μία προσωρινή κατάσταση ή θα αποκτήσει πιο μόνιμο χαρακτήρα. Επιπρόσθετα, το ιδιαίτερα επιβαρυμένο κλίμα (αυτή τη στιγμή) στις σχέσεις της ερντογανικής Τουρκίας με τον στενότερο εταίρο των ΗΠΑ και του προέδρου Τραμπ, το Ισραήλ, αλλά και την Αίγυπτο, καθιστά περίπου αυτονόητη τη στροφή τους προς την Αθήνα.

Το ερώτημα, λοιπόν, είναι ο βαθμός εμβάθυνσης της σχέσης Ελλάδας – ΗΠΑ και ο αντίκτυπος στην προώθηση των εθνικών μας θέσεων. Ας ξεκινήσουμε με μία διαπίστωση: η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρέπει να αυτοδιαφημίζεται ως εναλλακτική στην Τουρκία επιλογή: αφενός γιατί τα μεγέθη και τα χαρακτηριστικά της κάθε χώρας είναι διαφορετικά, αφετέρου, διότι αν κάποια στιγμή η γειτονική χώρα επιστρέψει στο δυτικό/νατοϊκό «μαντρί» αυτομάτως εμείς θα απεμπολήσουμε μέρος της αξίας μας. Αρα, πρέπει μεν να εκμεταλλευτούμε τη συγκυρία, εντούτοις, αξιοποιώντας τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα και τη στρατηγική μας θέση στον χάρτη, ανεξάρτητα από τις δυνατότητες που προσφέρουν άλλα κράτη της περιοχής. Με κινδύνους και προκλήσεις ασφαλείας αλλά και ευκαιρίες να συγκεντρώνονται στο σταυροδρόμι Ανατολικής Μεσογείου και ΝΑ Ευρώπης (Προσφυγομεταναστευτικό, τζιχαντιστική τρομοκρατία, ασταθή καθεστώτα, ενεργειακοί και εμπορικοί διάδρομοι), οφείλουμε κατ’ αρχάς να αποδείξουμε την αποτελεσματικότητά μας στη διαχείρισή τους.

Οπωσδήποτε, ένας δρων ο οποίος φέρνει σε πέρας αποστολές που αφορούν τα συμφέροντα ισχυρότερων παικτών αλλά ταυτόχρονα ικανοποιούν και τα δικά του, αποκτά άλλο εκτόπισμα. Ετσι κερδίζει, όχι μόνο τον σεβασμό, αλλά και χώρο για να κινηθεί πιο άνετα στη διαπραγμάτευση μαζί τους. Από την άλλη, μία χώρα που προσέρχεται στις διαβουλεύσεις χωρίς δικό της ολοκληρωμένο σχέδιο και διάθεση διεκδίκησης ανταλλαγμάτων για την παροχή των καλών της υπηρεσιών, μόνο και μόνο για να κερδίσει πρόσκαιρα την εύνοια των ισχυρών, καταλήγει να θεωρείται δεδομένη και εν τέλει να συνηγορεί σε πολιτικές/επιλογές που δεν είναι απαραίτητα ωφέλιμες για την ίδια.

Εφόσον, η ελληνική πλευρά – με τη συνέργεια διαφόρων φορέων – καταστρώσει ένα εμπεριστατωμένο πλάνο παροχής διευκολύνσεων στις ΗΠΑ, που θα τύχει της μεγαλύτερης δυνατής διακομματικής συναίνεσης (καθώς θα δεσμεύσει τη χώρα για αρκετά χρόνια), και το οποίο θα «δένει» τις σχέσεις μας πέραν της στρατιωτικής συνεργασίας σε κλάδους όπως της ενέργειας (βλ. τερματικό LNG στην Αλεξανδρούπολη), παρέχοντας και διασφαλίσεις για την άμυνά μας, τότε θα αξιολογηθεί με τη δέουσα σοβαρότητα. Ιδίως αν εξισορροπηθεί με αντίστοιχες συμπράξεις με κράτη (π.χ. Γαλλία) που έχουν παραδοσιακά συμφέροντα στην περιοχή αλλά και έντονο ενεργειακό ενδιαφέρον. Και αν, επίσης, δεν πρόκειται να οδηγήσει σε εμπλοκή μας σε τυχοδιωκτισμούς σε βάρος τρίτων χωρών. Εν τέλει, είναι απαγορευτικό τέτοιας σημασίας και συνθετότητας ζητήματα να «καίγονται» χάριν κοντόφθαλμων παιχνιδιών εξουσίας.

Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών ΙΔΙΣ