Αισθάνεται κανείς πως ακόμη κι όταν θα έχουν συμπληρωθεί εκατό, διακόσια, και τριακόσια χρόνια από το Ολοκαύτωμα των Εβραίων, η συνείδηση του γεγονότος αυτού δεν θα αφήνει την ανθρωπότητα να κοιμάται ήσυχα. Και αισθανόμαστε ιδιαίτερα ευγνώμονες που ο ξενιτεμένος, εδώ και δεκαετίες, στην Αμερική, ποιητής και μεταφραστής Ρήγας Καππάτος, συμβάλλει με το κείμενό του ώστε η μαρτυρία του παιδιού που υπήρξε ο ίδιος στα χρόνια της Κατοχής, να μην είναι μόνο η ανασύσταση ενός δραματικού γεγονότος αλλά και μια ανήλεησ καταδίκη

Αρχική ιδέα γι’ αυτό το δημοσίευμα ήταν να σχολιάσω τη φωτογραφία που το συνοδεύει, με τον ναζί φρουρό που επιτηρεί την επιβίβαση Εβραίων σ’ ένα από τα τρένα του θανάτου με προορισμό το Αουσβιτς, μία από τις κολάσεις του Χίτλερ, όπου δολοφονούνταν οι αφικνούμενοι και γίνονταν σαπούνι.

Σε αυτήν τη φωτογραφία, εκτός από τον ομαλό τρόπο επιβίβασης των ανθρώπων και την αυστηρή, επίσημη στάση του γερμανού φρουρού, ο τωρινός παρατηρητής θα μπορούσε να κάνει πληθώρα υποθέσεων. Πρώτον, π.χ., ο εύτακτος τρόπος επιβίβασης δείχνει ότι οι επιβιβαζόμενοι αγνοούν, μάλλον, ότι στο τέλος της διαδρομής θα δολοφονηθούν και, δεύτερον, ότι ο γερμανός φρουρός επιτελεί το καθήκον του ως ανθρώπινης μηχανής του ναζισμού στο ακέραιον.

Ετσι, ως ανθρώπινες μηχανές, συμπεριφέρονταν μαζί μας και στην Κεφαλονιά οι στρατιώτες του Γ’ Ράιχ, μετά τη ρήξη και επικράτησή τους στο νησί ενάντια στους πρώην συμμάχους τους Ιταλούς, από τους οποίους εκτέλεσαν κάπου εννιά χιλιάδες αξιωματικούς και στρατιώτες, παραβιάζοντας κάθε διεθνή νόμο και συνθήκη περί μεταχείρισης αιχμαλώτων πολέμου. Υπάρχει και σχετικό μνημείο στην κορυφή του λόφου που δεσπόζει του κόλπου του Αργοστολιού.

Αντί, λοιπόν, να επεκταθώ σε μια ερμηνεία υποθέσεων σχετικά με τη φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο, το αφήνω στη φαντασία του αναγνώστη και θα αναφερθώ σε μερικές προσωπικές ιστορίες φόβου και πανικού που έζησα, παιδί, στην Κεφαλονιά υπό την κατοχή αυτών των ανθρώπων – μηχανών τρόμου που αποτελούσαν οι στρατιώτες του Χίτλερ.

Τα Δηλινάτα, το χωριό μας, ήταν ένα χωριό φτωχών ανθρώπων. Ακόμα και οι πλούσιοι, δηλαδή αυτοί που παρήγαν περισσότερο τυρί, λάδι, κρασί, όσπρια από όσα χρειάζονταν για τη δική τους χρήση και επιβίωση, εργάζονταν κι εκείνοι ολοχρονικά μέσα στα κτήματά τους. Οι γονείς μου ανήκαν στην κατηγορία των ακτημόνων και βολεύονταν με ό,τι είχαν να προσφέρουν οι πλούσιοι: σκάψιμο, κλάδεμα, λιομάζωμα μισιακά, στα ζωντανά κ.ο.κ.

Μια τέτοια ανάθεση εργασίας στον πατέρα μου ήταν η μεταφορά ενός κοπαδιού προβάτων από τα ορεινά βοσκοτόπια των Δηλινάτων στον κάμπο της Κρανιάς. Ηταν καλοκαίρι και εκεί ο ιδιοκτήτης είχε θερισμένα χωράφια, όπου υπήρχε άφθονος σανός για τα ζωντανά, αλλά και αμπέλια με οπωροφόρα δέντρα. Προσφέρθηκα να πάω κι εγώ για να χορτάσω την πείνα μου με φρούτα, κυρίως, παρά για βοήθεια: αχλάδια, σύκα, σταφύλια.

Μόλις χάραξε η μέρα, ο πατέρας μου κατέβασε τα πρόβατα από την πλαγιά του βουνού Εύγερος και τα έβαλε στον αμαξιτό δρόμο για το επόμενο χωριό, τα Φαρακλάτα. Δεξιά κι αριστερά υπήρχαν αμπέλια, λιοστάσια και άλλες καλλιέργειες και αυτός ήταν ο μόνος δρόμος ίσαμε τα Φαρακλάτα, όπου, στην αρχή του χωριού, άφηναν οι οδοιπορούντες τον αμαξιτό δρόμο, έκοβαν μέσα από ένα μονοπάτι στους λόφους κι έφταναν στο ίσιωμα, κοντά στον κάμπο της Κρανιάς, παρακάμπτοντας μερικά χιλιόμετρα δρόμο.

Οταν περάσαμε τη στροφή του Αϊ-Βλάση, βαδίζοντας προς τα Φαρακλάτα, ξαφνικά ακούστηκε ο θόρυβος μηχανής φορτηγού αυτοκινήτου. Στη στιγμή ο πατέρας μου μ’ έσπρωξε στο χαντάκι του δρόμου που βρισκόταν στα αριστερά μας κι άρχισε βίαια με φωνές να κάνει το ίδιο και με τα πρόβατα. Κοίταξα προς το μέρος απ’ όπου ερχόταν ο θόρυβος και είδα να έρχεται με ταχύτητα καταπάνω μας ένα φορτηγό με γερμανούς στρατιώτες που κάγχαζαν, προφανώς στοιχηματίζοντας μεταξύ τους αν θα προλάβαινε το αυτοκίνητό τους να παρασύρει και να σκοτώσει τον πατέρα μου που προσπαθούσε απεγνωσμένα να γλιτώσει τα ζωντανά από τη φονική μανία αυτών των δολοφονικών μηχανών του Γ’ Ράιχ. Βλέποντας το αυτοκίνητο να καταφθάνει επιταχυνόμενο και τον πατέρα μου να γλιτώνει τον θάνατο από κλάσματα του δευτερολέπτου, είχα, στην κυριολεξία, παγώσει. Δεν σκότωσαν ούτε ένα πρόβατο οι πρόστυχοι, τα γλίτωσε όλα!

Αυτήν τη σκηνή αγωνίας και τρόμου ανέσυρα από τα χρόνια βλέποντας τον γερμανό στρατιώτη της φωτογραφίας να παρακολουθεί ανέκφραστος τη επιβίβαση των μελλοθανάτων Εβραίων στο τρένο.

Καταδότες

Ολες οι δυνάμεις κατοχής βασίζονται σε καταδότες. Ετσι, το φθινόπωρο του 1944, έφτασαν στο χωριό μας οι Γερμανοί να τιμωρήσουν τον Γιάννη Σουπιωνά με την κατηγορία ότι υπέθαλπε τους αντάρτες του ΕΑΜ. Εβγαλαν την οικογένειά του έξω από το σπίτι και το ράντισαν με μια σκόνη. Του πέρασαν τη θηλιά στον λαιμό και του έδωσαν έναν δαυλό να βάλει εκείνος τη φωτιά. Αν δεν το έκανε, απείλησαν ότι θα σκότωναν τα παιδιά του. Τον κρέμασαν από τη σιδεριά της κληματαριάς, ενώ ανάγκασαν τους γείτονες και την οικογένειά του να βλέπουν. Ηταν 55 χρονών και είχε δέκα παιδιά, εννιά αγόρια κι ένα κορίτσι, αν θυμάμαι σωστά.

Περίπου εκείνη την εποχή, με την ίδια κατηγορία αλλά ψευδή πέρα για πέρα, συνέλαβαν τον θείο μου εξ αγχιστείας, σύζυγο της αδελφής του πατέρα μου, Νικόλα Χριστοφοράτο, και τον έστειλαν στο στρατόπεδο Μπούχενβαλντ. Τον είχαμε για χαμένο, αλλά φάνηκε, δικαιώνοντας τα δάκρυα και τις ελπίδες της θείας μου, λίγο μετά την κατάρρευση του Γ’ Ράιχ. Γλίτωσε γιατί ήταν τσαγκάρης και τον έβαλαν να φτιάχνει παπούτσια για τη Βέρμαχτ.

Συνειρμικά θα αναφέρω και τον θάνατο του άλλου θείου μου, μικρότερου αδελφού του πατέρα μου, Ορέστη Καππάτου. Αυτός βρισκόταν στην Αθήνα με την οικογένειά του. Μόλις κηρύχτηκε ο πόλεμος, έχασε την εργασία του και κατάλαβε ότι στην Αθήνα θα πέθαιναν από την πείνα. Επέστρεψε με την οικογένεια στο χωριό. Οι κατακτητές κατέσχεσαν τα πάντα και μέσω των καταδοτών γνώριζαν τι παρήγε ποιος με κάθε λεπτομέρεια. Πήγαιναν πριν από τη σοδειά και διέτασσαν: τόσο τυρί, σιτάρι, καλαμπόκι κ.λπ. περιμένουμε, αδιαφορώντας αν λόγω του καιρού η σοδειά χανόταν.

Ο θείος μου σχετίστηκε με μια παρέα ομηλίκων του και πήγαιναν κρυφά ως εργάτες στην Αιτωλία. Απαγορευόταν κάθε κίνηση χωρίς ειδική άδεια από τους κατακτητές και οι παραβάτες τιμωρούνταν αυστηρά, εξορίζονταν ή και τουφεκίζονταν. Εκεί, στην Αιτωλία, εργάζονταν κάθε φορά δύο με τρεις μήνες την εποχή της σποράς και της συγκομιδής. Τους πλήρωναν σε είδος, σιτάρι καλαμπόκι, όσπρια.

Το τρίτο τέτοιο ταξίδι στάθηκε μοιραίο για τον Ορέστη Καππάτο. Αρρώστησε βαριά και μέσα στο πλοιάριο της επιστροφής άρχισε να βγάζει αίμα από το στόμα. Οι σύντροφοί του φοβήθηκαν πως θα πεθάνει με βαριές συνέπειες γι’ αυτούς και γύρισαν πίσω. Τον άφησαν σε μια καλύβα στον Κάλαμο, ένα νησάκι μεταξύ Λευκάδας και Αιτωλίας, μέσα σε μια καλύβα. Δεν μάθαμε ποτέ πώς τελείωσε, με κάποιο ντόπιο να του συμπαραστάθηκε στον θάνατό του; Εντελώς μόνος; Δεν βρέθηκαν ίχνη του μετά.

Τέτοιο πένθος, τρόμο και ταραχή προξενούσαν οι φονιάδες του Γ’ Ράιχ όπου επιβάλλονταν με σκοτωμούς, καταστροφές και μαυρίλα. Αυτά μου θύμισε η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο.