Δύο βασικά στοιχεία πρέπει να μας τρομάζουν όλους στην οικονομία, παρά τους πανηγυρισμούς της κυβέρνησης ότι τα πράγματα πάνε καλά: Πρώτον, ότι η Ελλάδα έπειτα από 10 χρόνια κρίσης παραμένει στο τέλος του πίνακα της Ευρωπαϊκής Ενωσης από πλευράς ανάπτυξης, ακυρώνοντας στην πράξη τη θεωρία του ελατηρίου που υποστηρίζουν οι περισσότεροι οικονομολόγοι. Και, δεύτερον, ότι έχουμε τις μισές (!) περίπου επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ σε σχέση με αυτές που είχαμε το 2007, δυο χρόνια, δηλαδή, πριν κυλήσει η οικονομία στην κρίση. Αυτά τα δύο στοιχεία θα έπρεπε να θέτουν σε συναγερμό τους πάντες. Διότι ο κίνδυνος που έχει η χώρα δεν είναι απλώς να σέρνεται με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και να βλέπει την απόστασή της από τις πιο προηγμένες χώρες να διευρύνεται αντί να μειώνεται. Ο ακόμη μεγαλύτερος κίνδυνος που έχουμε μπροστά μας είναι να συνεχιστεί αυτή η θλιβερή πορεία του brain drain των τελευταίων ετών, δηλαδή της μαζικής φυγής των νέων στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα να μείνει η χώρα χωρίς παραγωγικές δυνάμεις, και στο τέλος η πορεία της να μην είναι ανατάξιμη!

Αρα, πέρα από τα πανηγύρια της κυβέρνησης, πρέπει κανείς να δει την ουσία. Και η ουσία σχετίζεται άμεσα με μια επενδυτική και αναπτυξιακή έκρηξη η οποία είναι υπερ-αναγκαία στη χώρα. Ωστε να χτίσουμε μια οικονομία που θα είναι ανταγωνιστική, θα δημιουργεί ευκαιρίες για όλους και θα παράγει μαζικά νέες, ποιοτικές θέσεις εργασίας οι οποίες, συν τοις άλλοις, συνεπάγονται νέες ασφαλιστικές εισφορές για τα Ταμεία. Για να επιτευχθεί αυτό χρειάζονται δραστικές παρεμβάσεις στη φορολογία και στις εισφορές, καθώς είμαστε πλέον πρώτοι – δυστυχώς – στην ευρωζώνη όσον αφορά τους φόρους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Και, ταυτοχρόνως, στις ασφαλιστικές εισφορές, μετά τις παρεμβάσεις της κυβέρνησης Τσίπρα, έχουμε φτάσει στο σημείο που ελεύθερος επαγγελματίας ο οποίος δηλώνει εισόδημα 20 χιλιάδες ευρώ τον χρόνο καταλήγει να πληρώνει στην Εφορία και στα ασφαλιστικά ταμεία το 75 τοις εκατό του εισοδήματός του! Ολο αυτό το σκηνικό είναι, φυσικά, αποθαρρυντικό για την προσέλκυση επενδύσεων και την επανεκκίνηση της οικονομίας. Και ως εκ τούτου, είναι ξεκάθαρο πως χρειάζεται φορολογική ελάφρυνση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει μιλήσει ήδη για μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων από το 29% στο 20%, μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30%, και μείωση του εισαγωγικού συντελεστή φορολογίας εισοδήματος στο 9%. Πέραν αυτών, έχουμε ξεκαθαρίσει πως χρειάζεται και περαιτέρω αποκλιμάκωση της φορολογίας, η οποία θα γίνει σε συνεννόηση με τους δανειστές.

Στο ζήτημα των φορολογικών εισφορών θα παρουσιάσουμε συγκεκριμένες προτάσεις, καθώς σταδιακά «κάθεται η σκόνη» των παρεμβάσεων της κυβέρνησης. Είναι, πάντως, σαφές πως ο εν ισχύι νόμος υπονομεύει την ανάπτυξη και, εν τέλει, τα ασφαλιστικά ταμεία, τα οποία, φυσικά, εξαρτώνται από τις εισφορές για να λειτουργήσουν. Αν δεν υπάρχει ανάπτυξη, δεν υπάρχουν νέες δουλειές, και επομένως δεν υπάρχουν εισφορές, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αβεβαιότητα για το μέλλον των Ταμείων και των συνταξιούχων.

Επιπλέον, χρειαζόμαστε, φυσικά, και ένα τρίτο κύμα παρεμβάσεων, σε τομείς όπως η δημόσια διοίκηση, η εκπαίδευση και η δικαιοσύνη. Ετσι ώστε η Ελλάδα να πείσει ότι γίνεται μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα η οποία προχωράει μπροστά με βάση τις πιο σύγχρονες καλές πρακτικές, με ένα κράτος που δεν εμποδίζει, αλλά ενθαρρύνει τις επενδύσεις. Διότι δεν γίνεται να συνεχίσουμε να τα κάνουμε όλα ανάποδα και να περιμένουμε πως, εκ θαύματος, θα πετύχουμε ένα θετικό αποτέλεσμα.

Το στοίχημα είναι δύσκολο και δεν κερδίζεται με μεγάλα λόγια. Χρειάζεται σοβαρό σχέδιο, αποφασισμένους ανθρώπους και έναν λαό ο οποίος θα στηρίξει αυτή την προσπάθεια. Δεν μπορούμε να προσεγγίζουμε συνεχώς την οικονομία με μια λογική διανομής ενός εισοδήματος που δεν έχει παραχθεί. Πρέπει να στραφούμε στη λογική της παραγωγής, των εξαγωγών και της δημιουργίας. Για μια Ελλάδα που δεν θα είναι με προτεταμένο το χέρι περιμένοντας για ελεημοσύνη, αλλά θα είναι μια χώρα με αυτοπεποίθηση, η οποία θα στέκεται γερά στα πόδια της και θα διεκδικεί ένα καλύτερο μέλλον με τους δικούς της όρους. Αυτή την Ελλάδα αξίζουμε. Φτάνει να το αποφασίσουμε όλοι, πολιτικό σύστημα και λαός. Διαφορετικά θα παραμένουμε αυτοπαγιδευμένοι σε μια λογική διανομής χωρίς παραγωγή και ανάπτυξης χωρίς επενδύσεις.

Ο Κωστής Χατζηδάκης είναι αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, βουλευτής Β’ Αθηνών