Και φέτος το καλοκαίρι πολλοί ξένοι επιχειρηματίες, αλλά και μεγαλοστελέχη ξένων επιχειρήσεων πέρασαν από την Ελλάδα. Και σίγουρα έκαναν όμορφες διακοπές. Είναι σίγουρο ότι θα γυρίσουν στις χώρες τους γεμάτοι αναμνήσεις και με την επιθυμία να επιστρέψουν το επόμενο καλοκαίρι. Κάποιοι, οι πιο τολμηροί, έκαναν και μια εύλογη σκέψη: Γιατί να ερχόμαστε μόνο για διακοπές σ’ αυτή τη χώρα και να μην επενδύσουμε κιόλας;

Μιλώντας μαζί τους αντιλαμβάνεται κανείς ότι άρχισαν να βλέπουν ως ευκαιρία την Ελλάδα: είναι μέλος της ΕΕ και της ευρωζώνης, γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά βρίσκεται σε κομβική θέση, το εργατικό της δυναμικό είναι πολύ καλό και το μισθολογικό κόστος έχει διορθώσει σημαντικά, ενίοτε υπερβολικά. Συν τοις άλλοις, σε συγκεκριμένους τομείς οι ευκαιρίες που παρουσιάζονται είναι πολλές, αφού η Ελλάδα χτίζεται ουσιαστικά από την αρχή.

Αυτοί οι υποψήφιοι επενδυτές λοιπόν, επιστρέφοντας στην έδρα τους, αρχίζουν να διερευνούν την περίπτωση να επενδύσουν στην Ελλάδα. Μόνο που κάπου εκεί αρχίζουν να δυσκολεύουν τα πράγματα. Για τρεις λόγους, όπως εξηγούν σε όσους μπουν στον κόπο να τους ρωτήσουν:

Πρώτον, επειδή εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν με καχυποψία την κυβέρνηση, η οποία από τη μια δηλώνει ότι θέλει να μετεξελίξει το προφίλ της σε κεντροαριστερό – προοδευτικό, με υπουργούς φίλα προσκείμενους στις επενδύσεις, αλλά από την άλλη δείχνει εγκλωβισμένη σε ιδεολογικές εμμονές του τύπου μοναδικός εχθρός ήταν και παραμένει το κεφάλαιο. Αλλά αυτό ξεπερνιέται. Είναι απλώς πολιτική.

Δεύτερον, επειδή η Ελλάδα ήταν και παραμένει μια χώρα υψηλής και αδικαιολόγητης φορολογίας, με ασήκωτες – ενίοτε εξοντωτικές – εισφορές που πρέπει να καταβάλλονται ακόμα και από μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Και κάπως έτσι, η ίδια η χώρα ανοίγει τον δρόμο στις γειτονικές που έχουν πιο ελκυστική πολιτική σε αυτά τα κρίσιμα μέτωπα και υποδέχονται τις ξένες επενδύσεις.

Τρίτον, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν υπάρχει υπουργός που να αντιμετωπίζει σοβαρά τους ξένους επενδυτές. Οπως διηγούνται οι ίδιοι, όταν τελικώς τους δέχονται στα γραφεία τους, ύστερα από πολύ καιρό αναμονής και απίστευτης γραφειοκρατίας, αντί να τους καλωσορίσουν, απλώς τους εξηγούν ότι «θα παρακολουθήσουν από κοντά το θέμα τους». Ωστόσο, στην πορεία διαπιστώνεται ότι οι ομάδες τους, στις οποίες τους παραπέμπουν, δεν ασχολούνται στην πραγματικότητα ούτε δέκα λεπτά μαζί τους. «Κάνουν σαν να ελπίζουν ότι θα κουραστούμε και θα αλλάξουμε γνώμη» μάς έλεγαν δύο από αυτούς, που είχαν τη σχετική εμπειρία.

Μάλιστα, στις αρχές καλοκαιριού στην περίπτωση μιας μεγάλης ξένης εταιρείας που ζήτησε να επενδύσει άμεσα σε συγκεκριμένη δραστηριότητα, η απάντηση που της δόθηκε ήταν ότι καμία απόφαση δεν μπορεί να υπογραφεί τώρα «γιατί περιμένουμε τον ανασχηματισμό!».