Ποιος είναι ο βαθμός ετοιμότητας του ΕΣΥ σε περίπτωση μαζικών καταστροφών; Μπορούν να αντεπεξέλθουν τα δημόσια νοσοκομεία εάν κατακλυστούν από κύμα ασθενών, έπειτα από έναν ισχυρό σεισμό ή ένα βιομηχανικό δυστύχημα μεγάλης έκτασης

O απολογισμός από τις φονικές πυρκαγιές στο Μάτι δείχνει ότι τα αντανακλαστικά του έμψυχου υλικού στο ΕΣΥ – αλλά ακόμη και των ιδιωτών επαγγελματιών υγείας – ισοσταθμίζουν τις ελλείψεις και τα κενά στα δημόσια νοσοκομεία. Την τραγική νύχτα της πυρκαγιάς στο Μάτι τα νοσοκομεία που τέθηκαν σε επιφυλακή ήταν εκείνα που εφημέρευαν: ο Ευαγγελισμός, το Σισμανόγλειο, το ΚΑΤ, το Αττικόν και το Παίδων Αγία Σοφία. Η σχετική διαταγή σύμφωνα με τον πρόεδρο του Εθνικού Κέντρου Επιχειρήσεων Υγείας (ΕΚΕΠΥ) Νίκο Παπαευσταθίου δόθηκε λίγο πριν από τις 8.30 το βράδυ, γεγονός που αυτόματα σήμαινε ότι θα έπρεπε να επιστρέψει αμέσως το ιατρικό και το νοσηλευτικό προσωπικό που βρισκόταν σε εφημερία ετοιμότητας (on call).

«Ομως, εκείνο το βράδυ ήδη ένα μεγάλο μέρος του ιατρικού, του νοσηλευτικού και του διοικητικού προσωπικού είχε καταφτάσει οικειοθελώς, πριν διακομιστούν οι πρώτοι τραυματίες», σημειώνει στα «ΝΕΑ» ο διοικητής του ΕΚΕΠΥ.

Εθελοντικά. Αντίστοιχα αντανακλαστικά επέδειξαν και οι διασώστες του ΕΚΑΒ, οι οποίοι δεν υπηρετούσαν σύμφωνα με το πρόγραμμα, το ίδιο μοιραίο βράδυ. Εντούτοις, ο Νίκος Παπαευσταθίου (ο οποίος σημειωτέον έχει διατελέσει πρόεδρος του ΕΚΑΒ την περίοδο 2006-2010) σημειώνει ότι η εθελοντική προσφορά του προσωπικού δεν τον εξέπληξε. Η ιστορία είχε επαναληφθεί και κατά τη μοιραία πτώση του «Ηλιος» αλλά και κατά τις φονικές φωτιές του 2007, επιχειρήσεις που είχε συντονίσει ο ίδιος. Μάλιστα, το ίδιο βράδυ της 23ης Ιουλίου, οι διοικήσεις δύο ακόμη νοσοκομείων, του Γ. Γεννηματάς και του Θριασίου, δήλωσαν στο ΕΚΕΠΥ ότι μπορούν αμέσως να θέσουν τα νοσηλευτικά ιδρύματα σε διαθεσιμότητα. Η κίνηση αυτή έγινε έπειτα από σχετική προτροπή του υγειονομικού προσωπικού των δύο νοσηλευτικών ιδρυμάτων, παρότι δεν χρειάστηκε να μπουν στη μάχη που δόθηκε εκείνη τη νύχτα – τουλάχιστον κατά την πρώτη φάση αντιμετώπισης των τραυματιών, καθώς την επομένη κιόλας άνοιξαν τις πόρτες τους σε εγκαυματίες που χρειάζονταν εξειδικευμένη φροντίδα. Σύμφωνα με τον Νίκο Παπαευσταθίου, ο αριθμός των ασθενών ήταν διαχειρίσιμος από τα ήδη εφημερεύοντα νοσοκομεία. Εκείνο το βράδυ διακομίστηκαν συνολικά 156 ενήλικοι και 23 παιδιά, που είχαν υποστεί τραύματα.

Αξίζει δε να σημειωθεί ότι τα 24ωρα που ακολούθησαν τουλάχιστον 1.000 ιδιώτες γιατροί μέσω των Ιατρικών Συλλόγων αλλά και φοιτητές του Τμήματος Νοσηλευτικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών δήλωσαν ότι βρίσκονται στη διάθεση του ΕΚΕΠΥ για την περίθαλψη τραυματιών. Ομως, παρά τις έντιμες προσπάθειες του υγειονομικού προσωπικού, κάποιες «πληγές» όπως είναι η έλλειψη κλινών στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας συνεχίζουν να οδηγούν το ΕΣΥ σε λειτουργική αιμορραγία. Και θέτουν εν αμφιβόλω την αποτελεσματική περίθαλψη των ασθενών σε περίπτωση εκτεταμένων φυσικών καταστροφών ή ατυχημάτων.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Υγείας, την 23η Ιουλίου από τα 252 ανεπτυγμένα κρεβάτια ΜΕΘ στην Αττική, τα 226 ήταν σε λειτουργία. Πανελλαδικά, εκείνη την νύχτα, από τις 597 ανεπτυγμένες κλίνες ΜΕΘ λειτουργούσαν οι 545, με τους γιατρούς του ΕΣΥ να επιμένουν ότι οι πραγματικές ανάγκες είναι τουλάχιστον 2.000 (συμπεριλαμβανομένων και των κλινών στις Μονάδες Αυξημένης Φροντίδας).

«Ευτύχημα». Θα μπορούσε συνεπώς να θεωρήσει κανείς «ευτύχημα» το γεγονός ότι μόλις 11 εγκαυματίες από τη φονική πυρκαγιά που ξέσπασε στο Μάτι χρειάστηκαν εντατική φροντίδα σε ΜΕΘ, δεδομένου ότι εκείνοι που διακομίστηκαν στον Ευαγγελισμό εισήχθησαν αμέσως στη Μονάδα, ενώ άλλοι βαριά εγκαυματίες περίμεναν έως και 12 ώρες. Πρόκειται όμως για χρόνους-ρεκόρ, εάν αναλογιστεί κανείς ότι η νοσηλεία διασωληνωμένων ασθενών σε κοινούς θαλάμους (ακόμη και στους διαδρόμους των νοσοκομείων) αποτελεί καθημερινή εικόνα στο ΕΣΥ.

Τι θα συνέβαινε όμως εάν η ανάγκη για περισσότερες κλίνες γινόταν επιτακτική; Στην ερώτηση αυτή ο Νίκος Παπευσταθίου απαντά ότι «είχαμε στη διάθεσή μας και τις κενές κλίνες ΜΕΘ των στρατιωτικών νοσοκομείων». Και προσθέτει ότι σε περίπτωση μαζικών καταστροφών και διαχείρισης κρίσεων το υπουργείο Υγείας, μπορεί να επιτάξει τις ΜΕΘ του ιδιωτικού τομέα.

Τα «ληγμένα» εγχειρίδια και οι ασκήσεις ετοιμότητας σε 65 νοσοκομεία

Ξεφυλλίζοντας κανείς τους ογκώδεις φακέλους των εγχειριδίων όπως αυτά με τις κωδικές ονομασίες «Περσέας» (που αφορά τη διαχείριση έκτακτων αναγκών και κρίσεων σε περίπτωση για παράδειγμα πυρκαγιάς, μαζικής προσέλευσης ασθενών έπειτα από μεγάλα ατυχήματα ή τρομοκρατικές ενέργειες), «Σώστρατος» (σχέδιο έκτακτων αναγκών στο πλαίσιο σεισμού) και «Φιλοκτήτης» (σχέδιο διαχείρισης σε περίπτωση χημικού, βιολογικού ή ραδιολογικού πλήγματος), διαπιστώνει ότι στα… χαρτιά έχουν προβλεφθεί όλα τα ενδεχόμενα.

Παρότι όμως τα εγχειρίδια αυτά μετρούν δέκα και πλέον χρόνια από την ημέρα που εκπονήθηκαν, το υγειονομικό προσωπικό στο ΕΣΥ δεν έχει δουλέψει εντατικά σενάρια που αφορούν την αντιμετώπιση πανδημιών και φυσικών φαινομένων. Οταν ο Νίκος Παπαευσταθίου ανέλαβε το τιμόνι του ΕΚΕΠΥ το 2015, εισηγήθηκε στην ηγεσία του υπουργείου Υγείας ότι πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή η διενέργεια ασκήσεων ετοιμότητας στα νοσοκομεία πανελλαδικά.

Το πρώτο βήμα ήταν η «ονομαστικοποίηση», η ανάθεση δηλαδή ρόλων στο προσωπικό των νοσοκομείων, έτσι ώστε σε περίπτωση που προκύψει πραγματική ανάγκη να μην επικρατήσει χάος. «Συνεπώς, με ευθύνη της διοίκησης διανεμήθηκαν τα φύλλα δράσης στο προσωπικό, ώστε να γνωρίζει βήμα βήμα τις ενέργειες που πρέπει να εκτελέσει με στόχο να μην υπάρξουν απώλειες ή να ελαχιστοποιηθούν» εξηγεί ο διοικητής του ΕΚΕΠΥ.

Ανθρωπος – «κλειδί» στην προσπάθεια εκπόνησης ασκήσεων ετοιμότητας είναι και ο διευθυντής του ΕΣΥ Νίκος Μίχος, υπεύθυνος Σχεδιασμού και Οργάνωσης των Ασκήσεων. Σημειώνεται ότι το σχέδιο «Θεμιστοκλής» που συντάχθηκε το 2007 και αποτέλεσε τον οδηγό για την εκκένωση της κατασκήνωσης στον Αγιο Ανδρέα φέρει τη δική του υπογραφή.

Οι δύο τους από το 2016 έως και σήμερα έχουν οργανώσει και πραγματοποιήσει συνολικά 65 ασκήσεις σε ισάριθμα νοσοκομεία της χώρας, μεταξύ των οποίων και ο Ευαγγελισμός, όπου οι εργαζόμενοι κλήθηκαν να δώσουν λύσεις και να αντιμετωπίσουν ασθενείς υπό συνθήκες έκτακτης ανάγκης μέσα στη νύχτα και τη βροχή.

Ασκηση που είχε μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας, καθώς στο ίδιο νοσοκομείο – το μεγαλύτερο της χώρας – οι κενές οργανικές θέσεις ξεπερνούν τις 800, με αποτέλεσμα το προσωπικό να «λυγίζει» υπό το βάρος των ασθενών που εισέρχονται σε κάθε εφημερία. Και δεν πρόκειται για το μοναδικό δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα, εάν αναλογιστεί κανείς ότι το ΕΣΥ μετρά τουλάχιστον 6.000 κενές θέσεις ειδικευμένων ιατρών, ενώ υπολογίζεται ότι μία στις τρεις θέσεις νοσηλευτών παραμένει ακάλυπτη. «Το προσωπικό στο ΕΣΥ ξεπερνά τον εαυτό του και κρατά ψηλά τη σημαία του δημόσιου συστήματος υγείας. Οταν όμως λειτουργούν σε εξουθενωτικούς ρυθμούς, δεν υπολογίζουν ότι μπορεί οι συνθήκες να γίνουν ακόμη δυσκολότερες όπως στην περίπτωση μιας έκτακτης ανάγκης» σημειώνει στα «ΝΕΑ» ο Νίκος Παπαευσταθίου. Και προσθέτει: «Το ζητούμενο είναι να μην ξορκίζουμε το κακό, αλλά να το αντιμετωπίζουμε. Ο αυτοσχεδιασμός μπορεί να έχει ολέθρια αποτελέσματα, γι’ αυτό και επικαιροποιούμε τα σχέδια και επενδύουμε σε ασκήσεις».

Εως το τέλος του έτους τουλάχιστον 20 ακόμη νοσοκομεία θα έχουν προστεθεί στη λίστα και οι ιθύνοντες του προγράμματος παραδέχονται ότι οι ρυθμοί είναι αργοί συγκριτικά με τις ανάγκες. Στόχος θα ήταν να επαναλαμβάνονται ασκήσεις ετοιμότητας κατ’ έτος στο σύνολο του ΕΣΥ, όμως το προσωπικό δεν επαρκεί.

Παράλληλα, περιορίζεται σημαντικά και ο διαθέσιμος χρόνος για τη διενέργεια ασκήσεων, καθώς, παρότι η συμμετοχή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας κρίνεται απαραίτητη, δεν μπορεί να συμμετάσχει από τα μέσα Μαΐου έως και τα μέσα Οκτωβρίου – δηλαδή κατά την αντιπυρική περίοδο.

«Δεν είναι απαραίτητο να γίνουν προσλήψεις. Η ενίσχυση με διοικητικό προσωπικό από υπηρεσίες του υπουργείου θα αποτελούσε σημαντική βοήθεια» σημειώνει ο Μίχος και σπεύδει να συμπληρώσει ότι «το προσωπικό αυτό χρειάζεται διότι λόγω της μεγάλης διάρκειας της αντιπυρικής περιόδου απομένουν για ασκήσεις μόνο 6½ μήνες τον χρόνο», με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ανταποκριθεί στη χρονική πίεση.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ίδιος επισκέπτεται για προετοιμασία τα νοσοκομεία, διορθώνει τα σενάρια πάνω στα οποία βασίζεται η άσκηση, καταγράφει τις επισημάνσεις έπειτα από τις ασκήσεις και αποστέλλει τις παρεμβάσεις που πρέπει να κάνουν οι διοικήσεις ύστερα από όσα διαπιστώθηκαν και γενικότερα αξιολογεί τις ασκήσεις.