Καθώς εντείνονται οι διαπραγματεύσεις για μια πιθανή ειρηνευτική συμφωνία στον πόλεμο της Ουκρανίας, το βλέμμα της διεθνούς κοινότητας στρέφεται και πάλι σε μια περιοχή-κλειδί: το Ντονμπάς, το ανατολικό τμήμα της χώρας που εδώ και χρόνια βρίσκεται στο επίκεντρο των ρωσικών διεκδικήσεων

Οι περιοχές του Ντόνετσκ και του Λουχάνσκ, γνωστές συλλογικά ως Ντονμπάς, υπήρξαν βιομηχανική καρδιά της Σοβιετικής Ένωσης, γεμάτες ανθρακωρυχεία και χαλυβουργεία. Ωστόσο, εκτός από τη βιομηχανική της σημασία, η περιοχή διαθέτει και πλούσιες αγροτικές εκτάσεις, σημαντικά ποτάμια και πρόσβαση στη Θάλασσα του Αζόφ.

Ιστορικά, το Ντονμπάς θεωρείται η πιο «ρωσική» περιοχή της Ουκρανίας, με έντονη παρουσία ρωσόφωνου πληθυσμού. Πολλοί κάτοικοι, ήδη πριν από μια δεκαετία, έδειχναν δυσπιστία ή και δυσαρέσκεια προς την κυβέρνηση του Κιέβου.

Σε αυτήν την περιοχή που ο Ρώσος Πρόεδρος  Βλαντίμιρ Πούτιν ξεκίνησε τις επιχειρήσεις αποσταθεροποίησης της Ουκρανίας το 2014, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας. Φιλορωσικές πολιτοφυλακές, εξοπλισμένες ακόμα και με άρματα μάχης, κατέλαβαν τις πόλεις Λουχάνσκ και Ντόνετσκ, εκμεταλλευόμενες την αδυναμία του ουκρανικού στρατού εκείνη την περίοδο.

Ακολούθησαν οκτώ χρόνια σφοδρών συγκρούσεων ανάμεσα στους αυτονομιστές  με ρωσική υποστήριξη  και τις ουκρανικές δυνάμεις, με περισσότερους από 14.000 νεκρούς, σύμφωνα με ουκρανικά στοιχεία. Πάνω από 1,5 εκατομμύριο Ουκρανοί εκτοπίστηκαν, ενώ περίπου τρία εκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να ζουν υπό ρωσική κατοχή. Η Ρωσία, στο μεταξύ, χορήγησε μαζικά διαβατήρια στους κατοίκους των ελεγχόμενων περιοχών.

Παραμονές της  ρψσικής εισβολής τον Φεβρουάριο του 2022, ο Πούτιν χαρακτήρισε την κατάσταση στο Ντονμπάς «γενοκτονία» τεσσάρων εκατομμυρίων ανθρώπων και αναγνώρισε τις περιοχές ως ανεξάρτητα κράτη. Λίγους μήνες αργότερα, προχώρησε σε παράνομη προσάρτηση του Ντόνετσκ, του Λουχάνσκ, καθώς και των Ζαπορίζια και Χερσώνα, παρά το γεγονός ότι δεν είχε πλήρη έλεγχο των περιοχών.

Για το Κρεμλίνο, η εγκατάλειψη περιοχών που έχουν «επισήμως» ενσωματωθεί στη ρωσική επικράτεια δεν είναι επιλογή  ιδιαίτερα για έναν ηγέτη όπως ο Πούτιν, εμμονικό με την ιδέα μιας «μεγάλης Ρωσίας». Αναλυτές εκτιμούν ότι οι ρωσικές δυνάμεις θα χρειαστούν χρόνια για να κατακτήσουν πλήρως τα προσαρτημένα εδάφη. Από την άλλη πλευρά, οι πιθανότητες της Ουκρανίας να ανακαταλάβει το μεγαλύτερο μέρος του Λουχάνσκ και του Ντόνετσκ παραμένουν περιορισμένες.

Παρόλα αυτά, το Κίεβο εξακολουθεί να ελέγχει σημαντικά στρατηγικά σημεία της περιοχής: βιομηχανικές πόλεις, σιδηροδρομικά και οδικά δίκτυα  μια αμυντική ζώνη που εμποδίζει την περαιτέρω ρωσική προέλαση. Πόλεις όπως το Σλαβιάνσκ, το Κραματόρσκ και η Κωστιαντίνοβκα έχουν μετατραπεί σε οχυρά.

Για τον Ουκρανό πρόεδρο Ζελένσκι η παραχώρηση αυτών των εδαφών ισοδυναμεί με πολιτική αυτοκτονία. Η μεγάλη πλειοψηφία των Ουκρανών περίπου 75%, σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Κοινωνιολογίας του Κιέβου αντιτίθεται σε οποιαδήποτε παραχώρηση γης. Επιπλέον, μια τέτοια υποχώρηση θα άφηνε ανοιχτές τις πεδιάδες της κεντρικής Ουκρανίας σε νέες ρωσικές επιθέσεις και θα συνιστούσε αντισυνταγματική εγκατάλειψη ουκρανικής κυριαρχίας.

Όπως και το 2014 με την εισβολή στην Κριμαία  έτσι και σήμερα, το Ντονμπάς παραμένει στην κορυφή  των φιλοδοξιών του Βλαντίμιρ Πούτιν και η μεγαλύτερη δοκιμασία για τη Δύση που προσπαθεί να υπερασπιστεί μια διεθνή τάξη βασισμένη σε κανόνες.

Για τους ευρωπαίους συμμάχους, τυχόν παραχώρηση θα υπονόμευε μια βασική αρχή της διεθνούς τάξης: ότι η στρατιωτική επιθετικότητα δεν πρέπει να ανταμείβεται με εδαφικά κέρδη.

Τέλος αυτό θα σήμαινε ότι θα επιστρέφαν οι Διεθενείς Σχέσεις στην ρήση του Θουκυδίδη περί δυνατού και αδύναμου «Οι ισχυροί επιβάλλουν ό,τι τους επιτρέπει η δύναμή τους, ενώ οι αδύναμοι υποχωρούν όσο τους αναγκάζει η αδυναμία τους.»

Μερ πληροφορίεα από CNN