Η αβεβαιότητα για τους δασμούς δημιουργεί σημαντικές προκλήσεις και προβλήματα σε ευρωπαϊκές εταιρείες οι οποίες εξάγουν σημαντικό μέρος των προϊόντων τους στις ΗΠΑ.

Η νέα απειλή από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ για επιβολή φόρου 30% στα αγαθά που εισάγονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση αφήνει τις επιχειρήσεις αντιμέτωπες με επίπεδα δασμών που δεν έχουν ξαναδεί από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά, σχολίαζαν οι Τάιμς της Νέας Υόρκης. Το χειρότερο είναι, λένε πλέον στελέχη, ότι οι εταιρείες αυτές αναγκάζονται να πατήσουν φρένο σε σειρά δραστηριοτήτων λόγω της αβεβαιότητας, επειδή δεν έχουν τα απαραίτητα δεδομένα ώστε να λάβουν αποφάσεις για τη στρατηγική, τις προσλήψεις και τις επενδύσεις. Το πάγωμα αυτό πολλών δραστηριοτήτων κοστίζει ήδη -και αναμένεται να κοστίσει- περισσότερα δισ. στις εταιρείες της ΕΕ.

Η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Εργατικών Συνδικάτων ήδη προειδοποίησε ότι δασμοί της τάξης του 20% από τις ΗΠΑ θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τουλάχιστον 700.000 θέσεις εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς να περιλαμβάνονται οι επιπτώσεις από ειδικούς ανά κλάδο δασμούς σε οχήματα και μέταλλα, ανέφεραν οι ΝΥΤ. Ο κίνδυνος θα είναι ακόμη πιο μεγάλος εάν τελικά ο Τραμπ επιβάλλει δασμούς 30% στα ευρωπαϊκά προϊόντα και ξεσπάσει εμπορικός πόλεμος με την ΕΕ.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας προϊόντων προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Κάθε χρόνο η ΕΕ στέλνει προς τις ΗΠΑ προϊόντα αξίας 600 δις δολαρίων καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μερίδιο στις συνολικές εισαγωγές ύψους περίπου 3,2 τρισ δολαρίων στις ΗΠΑ, δείχνουν τα ίδια στοιχεία.

Μέχρι τα μέσα της προηγούμενης εβδομάδας είχε δημιουργηθεί η προσδοκία στην ΕΕ ότι οι δύο πλευρές βρίσκονταν κοντά σε συμφωνία για δασμούς περίπου 10% σε πολλά προϊόντα. Συνεχίζονταν επίσης οι διαπραγματεύσεις για να μειωθούν υψηλότεροι δασμοί σε αυτοκίνητα, χάλυβα και αλουμίνιο.

Οι συνεχείς μεταβολές στην πολιτική Τραμπ αποτελούν το βασικό λόγο της αβεβαιότητας. Τον Απρίλιο ο πρόεδρος των ΗΠΑ είχε απειλήσει να αυξήσει τους δασμούς στα ευρωπαϊκά προϊόντα στο 20% και στη συνέχεια στο 50%, προτού στη συνέχεια δώσει παράταση τριών μηνών για διαπραγματεύσεις. Στη συνέχεια έδωσε νέα παράταση μέχρι τις αρχές Αυγούστου και μετά έστειλε επιστολή στην ΕΕ –όπως έκανε και σε άλλες χώρες- αυξάνοντας πάλι τους δασμούς.

Οι εταιρείες τελικά αναμένουν μια καλύτερη συμφωνία μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ, αλλά το κόστος της πολιτικής συνεχών αλλαγών στους δασμούς αυξάνεται με κάθε μέρα που περνάει πριν από τη νέα προθεσμία της 1ης Αυγούστου που έθεσε ο κ. Τραμπ, σχολίαζε η αμερικανική εφημερίδα.

Σύγχυση για την παραγωγή

Η σύγχυση αυτή έχει φέρει τα ευρωπαϊκά στελέχη αντιμέτωπα με καθημερινό μπαράζ ερωτημάτων είτε από συνεργάτες τους είτε από επενδυτές είτε μέσα στα ίδια τα διοικητικά τους συμβούλια, σχετικά με το πού και πώς να παράγουν προϊόντα που προορίζονται για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Επίσης προσπαθούν να εκτιμήσουν εάν και σε ποιο βαθμό πρέπει να απορροφήσουν οι ίδιοι μέρος του κόστους των δασμών για να μοιραστούν το βάρος με τους Αμερικανούς πελάτες. Η αγορά των ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστική και είναι πολύ πιο δύσκολο να καθορίσουν εκεί τιμές οι εταιρείες.

Φοβούνται τον Τραμπ στα social media

Πρόσθετο χαρακτηριστικό της κατάστασης που δημιουργείται είναι πως πολλές εταιρείες οι οποίες συνήθως είναι λαλίστατες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (social media) στην προσπάθεια να προωθήσουν τα προϊόντα και να προβάλλουν τις θέσεις τους, τώρα αποφεύγουν στο μεγαλύτερο ποσοστό τους κάθε είδους δημοσιότητα.

Αυτό γίνεται επειδή, ειδικά ευρωπαϊκές εταιρείες με μάρκες που είναι δημοφιλείς στους Αμερικανούς καταναλωτές, φοβούνται ότι μπορεί να γίνουν στόχος επίθεσης από τον Ντόναλντ Τραμπ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.