«Ουδείς εκών κακός, ουδείς εκών αμαρτάνων».
Που πάει να πει: κανείς δεν είναι κακός εν γνώσει του, κανείς δεν διαπράττει σφάλμα εν γνώσει του.
Αρκεί, λοιπόν, να λαχταρά κανείς τη γνώση σ’ αυτή τη σωκρατική ανηφόρα της ζωής και όλες οι κακοτοπιές θα χαθούν από μπροστά του. Το ιερό δισκοπότηρο της αρχαιότητας, άλλωστε, είναι το «γνώθι σαυτόν» -εντάξει, μαζί με το «μέτρον άριστον»-, η μετάλλαξη του οποίου θα στοιχειώσει την Ευρώπη του Διαφωτισμού υπό τη μορφή μίας άλλης προσταγής: «τόλμα να μάθεις» (sapere aude). Καλά όλα αυτά, αλλά τι συμβαίνει με την πίσω πλευρά της γνώσης;
Τι συμβαίνει όταν η -ας το πούμε- θέληση για άγνοια αποδεικνύεται εξίσου ισχυρή για τους απογόνους των Διαφωτιστών;
Σε αυτή την ολισθηρή περιοχή επιλέγει να περιηγηθεί ο Μαρκ Λίλα, καθηγητής Ανθρωπιστικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, με το «Άγνοια και μακαριότητα» του 2024, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από το «Επίκεντρο» σε μετάφραση της Ελένης Κοτσυφού και επιμέλεια του Κώστα Π. Αναγνωστόπουλου.
Κάτι είχαμε υποπτευθεί από την εποχή του Οιδίποδα, μοιάζει να λέει ο Λίλα, για τις αντίρροπες δυνάμεις που παλεύουν μέσα μας τραβώντας πότε από τη μια κατεύθυνση και πότε από την άλλη.
Να μάθεις, αλλά ταυτόχρονα και να μη μάθεις, εάν απειλείται το εσωτερικό σου κέντρο. Κάτι είχαμε υποπτευθεί και από τον διχασμό του απόστολου Παύλου σε μία από τις πλέον στοχαστικές αποστροφές του (Προς Ρωμαίους, Ζ’, 14 – 25): «Δεν πράττω αυτό που θέλω, αλλά κάνω εκείνο που μισώ… Δεν κάνω το αγαθό που θέλω, αλλά πράττω τούτο, το κακό που δεν θέλω». Ο Λίλα, λοιπόν, περιηγείται στο μονοπάτι της γνώσης του δυτικού πολιτισμού, αλλά διά της τεθλασμένης οδού. Από το μονοπάτι της ηθελημένης άγνοιας. Κι αυτό δεν είναι δύσκολο να το αντιληφθεί κανείς στις μέρες μας: «Μαγεμένα πλήθη ακολουθούν παράλογους προφήτες, παράλογες φήμες πυροδοτούν φανατικές πράξεις και η μαγική σκέψη εκτοπίζει την κοινή λογική και τη γνώση των ειδικών».
Μέσα σ’ αυτή την παράδοση του διαφωτισμού και της ατέρμονης προσπάθειας για νέα γνώση, που προστίθεται και εμπλουτίζει την παλαιότερη, υποβόσκει και μια «επιθυμία για άγνοια», η οποία μουδιάζει το ακροατήριο, το αδρανοποιεί, το καθιστά πιο εύκολα εκμεταλλεύσιμο.
Μην επιθυμείτε εσείς -αρκεί που επιθυμεί ο ηγέτης, το «σύστημα», η καταναλωτική κοινωνία, απ’ την οποία δεν θέλετε να μείνετε αποκλεισμένοι. Για να πετύχει τον στόχο του, να αποκαλύψει δηλαδή αυτή τη διαδρομή της άγνοιας μέσα στον δυτικό πολιτισμό, ο Λίλα καταφεύγει σε μια αρχαιολογία της γνώσης που ξεκινά από τον μύθο του Οιδίποδα και τους πλατωνικούς διαλόγους για να φτάσει στον Νίτσε, τον Ντίκενς και τον 21ο αιώνα.
«Όταν η Ιοκάστη μοιραζόταν το κρεβάτι του γιου της όλα αυτά τα χρόνια, δεν θα είχε παρατηρήσει τα παραμορφωμένα πόδια του, ένα αλάνθαστο σημάδι της ταυτότητάς του;» ρίχνει επιμελώς το ερώτημα ο συγγραφέας. «Ίσως ο οίκος του Οιδίποδα -ίσως ολόκληρη η Θήβα- να βρίσκεται παγιδευμένος ανάμεσα στην επιθυμία για να μάθει και στην επιθυμία για να μη μάθει την αλήθεια για τον εαυτό του».
Αλλά και ο Δαβίδ μένει εμβρόντητος μπροστά στην αποκάλυψη του προφήτη Νάθαν ότι ο βασιλιάς είχε διαπράξει θανάσιμο αμάρτημα «κλέβοντας» τη Βηθσαβεέ από τον στρατιώτη του Ουρία.
Ο δε Αυγουστίνος ακτινογραφεί με εξαιρετική ευκρίνεια την εσωτερική πάλη ανάμεσα στην επιθυμία για σεξ (πριν μεταστραφεί) και την επιλογή της πίστης: «Ο εαυτός που ήθελε να υπηρετήσει ήταν πρόθυμος με τον εαυτό που δεν ήθελε. Ήμουν εγώ. Δεν ήμουν ούτε εντελώς πρόθυμος ούτε εντελώς απρόθυμος».
Είναι μια γνώση που θα περάσει στη φροϋδική σκέψη όχι απαραίτητα ως αρνητική. Ο Φρόιντ, που προφανώς δεν πίστευε στη θεία χάρη, πίστευε ότι ο διχασμός μας είναι απαραίτητος σε πολλές εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής. «Το να γνωρίζει κανείς τον εαυτό του σημαίνει να γνωρίζει ότι ποτέ δεν θα τον γνωρίσει πλήρως -και ότι αυτό είναι επίσης καλό». Οι νευρώσεις είναι αποδράσεις -όχι βέβαια από μια φυλακή, αλλά σε μια φυλακή.
Η γνώση δεν φέρνει πάντα ειρήνη και μακροημέρευση στα κοινωνικά ήθη. Ίσα ίσα που μπορεί να ανοίγει την πόρτα για την είσοδο της βίας στη σκηνή. Για παράδειγμα, ο Λίλα εντοπίζει κάτι «εξοργιστικό» στον τρόπο με τον οποίο ο Σωκράτης αποκάλυπτε την άγνοια των Αθηναίων κατά τις συχνές περιηγήσεις του στην πόλη, όταν λειτουργούσε σαν την αλογόμυγα που κεντρίζει τους συμπολίτες.
Αλλά -προσθέτουμε- και ο Ιησούς ξεμπροστιάζει τη βία των Φαρισαίων, όταν καταγγέλλει ότι «οικοδομούν τα μνημεία των προφητών», τους οποίους είχαν σκοτώσει οι πρόγονοί τους («αυτοί μεν απέκτειναν…υμείς δε οικοδομείτε αυτών τα μνημεία», κατά Λουκάν ΙΑ’). Στον αντίποδα αυτής της αποκάλυψης, ο Παύλος βγάζει στο προσκήνιο του χριστιανισμού τους «πτωχούς τω πνεύματι»: «Διότι είναι γραμμένο. Θα αφανίσω τη σοφία των σοφών και των έξυπνων την εξυπνάδα θα την καταπατήσω. Πού είναι ο σοφός;
Ο Θεός δεν απέδειξε πως η σοφία αυτού του κόσμου είναι μωρία;». Με άλλα λόγια, το καλύτερο ποίμνιο αποτελείται πάντα από τους περιφρονητές της κουλτούρας ή της γνώσης, καθώς και από τους «ιερούς μωρούς».
Το πιο δύσκολο σ’ αυτή τη διελκυστίνδα της γνώσης και της μη γνώσης δεν είναι καν όσα ενδεχομένως θα χάσουμε επιμένοντας σε μία από τις δύο επιλογές. Το δυσκολότερο μέρος, όπως λέει πριν από το τέλος ο συγγραφέας, είναι «να αποκτήσουμε συνείδηση του εαυτού μας ως πλάσματα των οποίων η επιθυμία να γνωρίζουν και η επιθυμία να μη γνωρίζουν είναι πάντα ενεργές. Δεν υπάρχει γνώση χωρίς συναίσθημα, και σίγουρα δεν υπάρχει αντίσταση στη γνώση χωρίς συναίσθημα».







