Χρειάστηκε η πασχαλινή ανάπαυλα για να εξασθενήσει ο θόρυβος της τεμπολογίας. Αν και μεγάλο μέρος των Ελλήνων θα μείνει με την αμφιβολία, η πλεκτάνη της αντιπολίτευσης περί «τερατώδους συγκάλυψης» φαίνεται ότι πέφτει στο κενό. Ζήσαμε μια ακόμα ανωμαλία στην οποία συμμετείχαν επαγγελματίες ψεύτες, παπαγαλάκια, αριστεροί και ψεκασμένοι με παρανοειδείς διαταραχές και έμμονες ιδέες. Το όργιο της τεμπολογίας έδειξε για μια ακόμα φορά, ότι η πολιτική του περιθωρίου διαμορφώνει τον πυρήνα του πολιτικού λόγου και ενισχύει όλα εκείνα τα συλλογικά μας χαρακτηριστικά που δεν μας αφήνουν να προχωρήσουμε. Εξάλλου, δεν θέλουμε να «προχωρήσουμε», έχουμε συνηθίσει στην ασχήμια και στην καθυστέρηση.
Η είσδυση του παραλόγου στο mainstream θεμελιώθηκε πάνω στη δυσπιστία έναντι των θεσμών, της επιστήμης και της δημοκρατίας. Το πολιτικό σύστημα και όλοι εμείς, ενίοτε εθελοτυφλώντας, ενίοτε χαϊδεύοντας αφτιά, δώσαμε βήμα στα πιο αλλοπρόσαλλα άτομα. Ετσι, οι λεγόμενοι ψεκασμένοι δεν είναι πλέον απλώς «γραφικοί»· διαθέτουν πολιτικούς εκπροσώπους και άφθονο χρόνο στα ΜΜΕ: πρόσωπα που μοιάζουν βγαλμένα από σαδομαζοχιστικά κόμικς αποκτούν φωνή (100 ντεσιμπέλ) μαζί με εξίσου φωνασκούντες οπαδούς. Ακόμα και πολιτικές δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονται αριστερές ή κεντροαριστερές, δηλαδή θεωρητικά όχι ακραίες, ενσωμάτωσαν στο λεξιλόγιό τους εξωφρενικούς ισχυρισμούς για το σιδηροδρομικό δυστύχημα, καθώς και για όλα τα άλλα που μας απασχολούν στην Ελλάδα: οικονομία, διπλωματία, διοίκηση, παιδεία, υγεία. Είτε επειδή έτσι πιστεύουν, είτε για να μη χάσουν το ακροατήριο που αποτρελάθηκε, ανταγωνίστηκαν για κάμποσο καιρό ο ένας τον άλλον σε παραλογισμό, ενώ η κυβέρνηση και οι θεσμοί, προσπαθώντας να κατευνάσουν τον ανορθολογισμό, κράτησαν ήπιους τόνους. Μερικές φορές οι ήπιοι τόνοι νομιμοποιούν την παραλογοκρατία.
Το πολιτικό περιθώριο τρέφεται από τις ποικίλες μορφές κρίσης· ριζώνει εύκολα σε ασταθές κοινωνικό έδαφος. Η απέχθεια για τις (δήθεν) ελίτ, οι κοινωνικές ανισότητες και η συστημική αδιαφάνεια, αληθινή ή αντιληπτή, δημιουργούν το ιδεώδες οικοσύστημα για να ευδοκιμήσει η ομαδική παράκρουση. Και μαζί της, όλα τα πολιτικά παράσιτα που προβάλλουν συναρπαστικές αφηγήσεις και σκοτεινά μυστήρια. Αν η σύνθεση του ελληνικού Κοινοβουλίου και η πινακοθήκη τεράτων που εκτίθεται στα ΜΜΕ αντανακλούν την κοινωνία μας, φοβάμαι ότι δεν έχουμε καμιά ελπίδα. Εχουμε εκλέξει σταλινικούς, νεοσταλινικούς, κράχτες του «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», αναρχοκομμουνιστές, κακόβουλους διαδοσίες, σπερμολόγους και ψευταηδόνια, συκοφάντες και υστερικούς μεσσίες. Η δε υπόλοιπη κοινωνία, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιογράφων, τους αντιμετωπίζει ως απαραίτητη συνιστώσα της δημοκρατικής «πολυφωνίας». Με αποτέλεσμα, η αβελτηρία, η συνωμοσιολογία, τα κομματικά και προσωπικά μίση, η παραδοξολογία να αποκτούν υπόσταση και η δημοκρατία να κινδυνεύει από τη γελοιότητα που αναδεικνύεται σε σοβαρότητα και αλώνει το πεδίο της επιχειρηματολογίας. Το ότι μια σειρά απίθανα άτομα επηρεάζουν την κοινή γνώμη και οξύνουν την εχθροπάθεια οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους δημοσιογράφους – όχι σε όλους, αλλά σε αρκετούς ώστε να επικρατήσει η αξιοθρήνητη κατάσταση που επικρατεί – οι οποίοι, αντί να λειτουργούν ως υπεύθυνοι διαχειριστές των ειδήσεων, έχουν επιλέξει τον ρόλο του προαγωγού του θορύβου. Και περιέργως, γι’ αυτούς, το Πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ σιωπά σαν να θεωρεί την αντικειμενικότητα άνευρη και βαρετή. Αντιθέτως, σε περιπτώσεις όπου εκφράζουν λογικές αλλά όχι και τόσο δημοφιλείς απόψεις, το Πειθαρχικό τούς επιπλήττει. Το ιδεολογικό κατεστημένο παραμένει μια λερναία ύδρα.
Πριν από λίγα χρόνια οι προτροπές των επιδημιολόγων πλαισιώνονταν από την παρουσία των αντιεμβολιαστών με το επιχείρημα ότι «πρέπει να ακούγονται όλες οι απόψεις»· προσφάτως, όσα πρότειναν οι ειδήμονες σχετικά με το πολύνεκρο δυστύχημα στα Τέμπη συνοδεύτηκε από κραυγές, λάσπη και εικασίες ψευτοειδημόνων και άλλων τυχάρπαστων· η πολυφωνία προκάλεσε κακοφωνία. Συμβαίνει συχνά να μετατρέπεται η πραγματικότητα σε ζήτημα προσωπικής γνώμης, οι ασυναρτησίες να αποκτούν το ίδιο βάρος με τη γνώση: στην προσπάθεια του καθένα να επιβάλει τη δική του κοσμοαντίληψη, οι Ελληνες καταφεύγουν σε αγριοφωνάρες, ύπουλα υπονοούμενα, στρεβλώσεις – το ιδανικό μείγμα που ανεβάζει νούμερα στην τηλεόραση, αυξάνει τα likes και δημιουργεί διαμάχες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ετσι, με πολλούς δημοσιογράφους να έχουν αποποιηθεί το καθήκον της διάψευσης, ακούστηκαν οι πιο φαντασμαγορικές θεωρίες: Μήπως στο μοιραίο τρένο υπήρχε παράνομο φορτίο που διακινεί η οικογένεια Μητσοτάκη η οποία (αχά!) κάνει βρώμικες δουλειές με την Greek Mafia; Μήπως η περιβόητη πυρόσφαιρα προκλήθηκε από εύφλεκτο υγρό εθνικής ασφαλείας (ξυλόλιο; ασετόν για τα νύχια; αφρός aftershave;) με απόρρητη αποστολή στα Ανω Φάρσαλα; Μήπως υπάρχουν εξαερωμένα πτώματα ορφανών που δεν θα αναζητεί κανείς; Ισως στην Ελλάδα βλέπουμε πολλά θρίλερ. Αλλά η ευθύνη της κυβέρνησης δεν είναι μικρότερη από εκείνη του κοινού: ο χειρισμός της κατάστασης δεν υπήρξε σαφής και συγκροτημένος, ούτε τέθηκαν τα όρια που πρέπει να τίθενται. Συμπεραίνω ότι οι κυβερνώντες δεν γνωρίζουν ούτε την ανάγκη των Ελλήνων για ευφάνταστες ερμηνείες, ούτε τις αυτοκαταστροφικές τους παρορμήσεις. Αντιθέτως, η αντιπολίτευση γνωρίζει και εκμεταλλεύεται αδίστακτα το ότι οι Ελληνες δεν κατανοούν την ουσία της ατομικής ευθύνης (σ’ αυτή την περίπτωση την ποινική ευθύνη των σταθμαρχών, την αστική της σιδηροδρομικής επιχείρησης) και το ότι είναι υπερπρόθυμοι να αναβαθμίσουν ένα δυστύχημα σε δολοφονία ιδιαίτερα αν ως αρχηγείο φέρεται το Μέγαρο Μαξίμου. Πιστεύω ότι αυτή η κατηγορία θα έπρεπε να οδηγήσει τους επικεφαλής της αντιπολίτευσης στο εδώλιο – αλλά ίσως μπλέκαμε ακόμα χειρότερα.
Εντέλει επικρατεί ο φτηνός σχετικισμός: «Ολοι λένε ψέματα», «Κανείς δεν ξέρει τι συνέβη πραγματικά», «Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση». Οχι: η αλήθεια δεν βρίσκεται «στη μέση» ανάμεσα στη λογική και την ανοησία. Δεν είναι αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης ύστερα από αναρτήσεις παραπλανητικών βίντεο στο χαζο-TikTok. Θα έπρεπε να ντρεπόμαστε για την ανικανότητά μας να φτιάξουμε μια σιδηροδρομική γραμμή, να διαλευκάνουμε τις συνθήκες ενός δυστυχήματος και να αποστομώσουμε όσους διέδωσαν απίθανες θεωρίες. Ομως, δεν εκδηλώνουμε καμιά ενοχή. H τρομερή φασαρία που προκάλεσε ολόκληρη η αντιπολίτευση γύρω από την τραγωδία θα μπορούσε να είναι η μοναδική απόδειξη της ανωριμότητάς μας. Αλλά βεβαίως υπάρχουν πολλές άλλες.