Το πρόβλημα με την αλήθεια είναι ότι έχει κι εκείνη το δικαίωμα να αυτοπροσδιορίζεται. Σύμφωνα με το ύφος της εποχής, να ταυτίζεται ως ό,τι αισθάνεται και επιθυμεί να είναι – ενίοτε και ως ό,τι επιθυμεί από τους άλλους να επιθυμούν να είναι. Παραδείγματα σύγχρονα και γλαφυρά έχουμε πολλά: η εισβολή στην Ουκρανία λ.χ. αυτοπροσδιορίστηκε ως «ειδική στρατιωτική επιχείρηση για αποναζιστικοποίηση» και το κράτος του Πούτιν αυτοπροσδιορίζεται ως δημοκρατία που επιθυμεί (για να το θέσουμε κομψά) οι πολίτες του να ταυτίζονται ως κάτοικοι δημοκρατικής χώρας· η κυβέρνηση του Τραμπ αυτοπροσδιορίζεται «πανέμορφη» (γενικά και συνολικά) κι επιθυμεί από τους κυβερνώμενους να συμμετάσχουν με ενθουσιασμό στην απόλαυση της ομορφιάς της. Οι αλήθειες του Πούτιν, του Τραμπ, του Ορμπαν, του Νετανιάχου κ.ά. έχουν τα δικαιώματά τους στην επινόηση ιδιοτήτων, και οι πολίτες που τους ψήφισαν (ή έτσι νομίζουν) έχουν τα δικαιώματά τους στη διατήρηση ψευδαισθήσεων. Δικαίωμα στην αλήθεια τους έχουν επίσης οι 2 στους 3 πολίτες των 12 πλουσιότερων χωρών του κόσμου που αυτοπροσδιορίζονται ως απογοητευμένοι με τη δημοκρατία (26% απ’ αυτούς θα ήθελαν έναν ισχυρό ηγέτη που δεν θα ταλαιπωρείται με εκλογές και κοινοβούλια), και δικαίωμα έχει και το 9% των δικών μας συμπατριωτών που, ως φαίνεται, τα βράδια στο κρεβάτι του κάνει την ίδια χαριτωμένη ευχή.

Το πρόβλημα με την αλήθεια είναι επίσης ότι αποδεικνύεται πολυεπίπεδη: οι πολλές της πλευρές αναδύονται μέσα από τη μεταφυσική (48% της ελληνικής κοινής γνώμης πιστεύουν πως το άγιο φως ανάβει στον Πανάγιο Τάφο από μόνο του), την ψυχολογία (η «αλήθεια του καθενός») και, φυσικά, την επιβολή: από την έναρξη των επαφών της τραμπικής Ουάσιγκτον με την πουτινική Μόσχα για την κατάπαυση του πολέμου, και κατά τη διάρκεια της «πασχαλινής εκεχειρίας», έγινε την Κυριακή των Βαΐων στην πόλη Σούμι η πιο φονική ρωσική επίθεση. Αυτή η αλήθεια λέγεται «Ετσι είναι, γιατί έτσι μπορώ».

Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα με την αλήθεια δεν είναι να τη μάθεις, αλλά να θέλεις να τη μάθεις. Και ειδικότερα στον χώρο της δημόσιας σφαίρας, το πρόβλημα δεν είναι μόνο να μας την αποκαλύψουν όσοι το επιδιώκουν (για λόγους δημοκρατίας ή ιδιοτέλειας, συμφέροντος ή δικαιοσύνης, αρχών ή ψήφων) αλλά και να ενδιαφερθούμε εμείς για την αποκάλυψή της. Που σημαίνει, να πιστέψουμε ότι μας αφορά. Οτι αξίζει να στρέψουμε την προσοχή μας στις πολλαπλές αποχρώσεις αλήθειας που μας σερβίρονται, ούτως ώστε να εντοπίσουμε εκείνη που τελικά θα λάμψει σαν διαμάντι ενώ παράλληλα, καθημερινά, ιδιωτικά, αναγκαστικά και κοπιαστικά, η προσοχή μας αγωνίζεται με τα δικά μας – με εκείνα για τα οποία κανενός άλλου η αλήθεια δεν θα νοιαστεί.

Δεν είναι ακριβώς εγωισμός, ούτε αδιαφορία. Είναι η παρενέργεια της ειδικής αιθαλομίχλης που υπερίπταται και σέρνεται και κατακάθεται εκεί όπου η δημοκρατία, η ελευθερία, η διάκριση των εξουσιών, η δικαιοσύνη είναι κεκτημένα κάπως αβέβαια ή αμυδρώς ελαττωματικά – ή καθόλου κεκτημένα. Είναι το αίσθημα απάθειας, ανημπόριας, προκαθορισμένης ήττας που διακατέχει και παραλύει πολίτες που πιστεύουν ότι τα κέντρα εξουσίας είναι «αλλού», οι αποφάσεις παίρνονται «από άλλους», τα παιχνίδια είναι στημένα και τρέχα γύρευε, μην είσαι κορόιδο, ποιος μπορεί να ξέρει την αλήθεια; Είναι η κόπωση όταν τόσα άλλα (βασικά) είναι τόσο δύσκολα και δεν περισσεύει χρόνος και φαιά ουσία για ενασχόληση με τα «θεωρητικά» – και ιδού η βασική παρεξήγηση: ότι θέματα όπως υποκλοπές, επαναπροωθήσεις προσφύγων, ομάδες αλήθειας, κέντρα πιέσεων, διαφθορά, ποιος πληρώνει ποιον για ποιο σκοπό κ.λπ. είναι «θεωρητικά»· είναι δηλαδή για να τα κουβεντιάζουμε με τις παρέες μας τα βράδια, άντε και να τσακωνόμαστε, και μέχρι εκεί. Η αληθινή ζωή με τους αληθινούς κόπους της βρίσκεται αλλού, κι αλλού κι ο τρόπος που τελικά ψηφίζουμε.

Θλιβερή και κυνική διαπίστωση, που όμως στηρίζει τον χρυσό κανόνα κάθε κυβέρνησης, στον κόσμο όλο: «Δώσ’ τους λίγο χρόνο και κάτι άλλο ν’ ασχοληθούν, και σε λίγο θα το ξεχάσουν». Και ναι, είναι θλιβερό, γιατί θα πίστευε κανείς ότι τον 21ο αιώνα θα ήταν πια αυταπόδεικτο πως όλοι οι πολίτες έχουμε συμφέρον να γνωρίζουμε τι γίνεται στους διαδρόμους των εξουσιών που μας διαφεντεύουν, και αυτονόητο ότι το παροιμιώδες «άπλετο φως» που πρέπει να χυθεί αποτελεί ανάγκη συλλογική και ατομική. Κι έπειτα, να: «Υπάρχει στην αλήθεια μια αρετή», έγραψε η Βιρτζίνια Γουλφ. «Εχει μια σχεδόν μυστικιστική δύναμη: σαν το ράδιο, μοιάζει να εκπέμπει διαρκώς και για πάντα κόκκους ενέργειας, άτομα φωτός. Η αλήθεια διεγείρει τον νου μας, ο οποίος είναι προικισμένος με μια περίεργη ευαισθησία προς αυτή την κατεύθυνση με τρόπο που καμία μυθοπλασία, όσο αριστοτεχνική και πλούσια κι αν είναι, δεν μπορεί να διεγείρει». Καμιά φορά η λογοτεχνία, η πιο απατηλή από τις τέχνες, λέει τις μεγαλύτερες αλήθειες.