Υπήρξε ένας από τους πνευματικούς ανθρώπους του ελληνικού 20ού αιώνα, χωρίς η έκφραση να συνιστά στην περίπτωσή του υπερβολή ή κατάχρηση. Ηταν, όμως, ταυτόχρονα και ο άνθρωπος της δράσης, τον οποίο έπλασε η ανάγκη: στρατευμένος στην ΕΠΟΝ Πειραιά (όπου γεννήθηκε το 1924), τραυματίας από άτσαλο πυροβολισμό συναγωνιστή του στα Δεκεμβριανά, εξόριστος στην Ικαρία, στον Αϊ-Στράτη και στη Μακρόνησο. Μια ζωή σαν τα μυθιστορήματα, τη γοητεία των οποίων θα ανακάλυπτε στα κατοπινά χρόνια. «Από το ’43 και έπειτα, ήταν πολύ εύκολο να αποκτήσεις όπλο. Θυμάμαι ότι γύριζα στο σπίτι μου, στον Πειραιά, και έκρυβα το περίστροφό μου σε ένα ανθοδοχείο! Θυμάμαι επίσης να παίζω τάβλι με τον αδελφό μου και να έχουμε τα πιστόλια ακουμπισμένα δίπλα μας, στο τραπέζι», θα αναφέρει στη συνέντευξη προς τον Ανδρέα Παππά για «ΤΑ ΝΕΑ» (5/2/2023).
Η πρώτη εκείνη περίοδος έδωσε τη σειρά της στη δεύτερη όταν ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, που έφυγε χθες από τη ζωή, έγινε αυτό που ήταν. Διεισδυτικός κριτικός τη στιγμή που έπρεπε – είτε επρόκειτο για τον Καραγάτση είτε για τον Ρίτσο ή τον Τσίρκα –, λάτρης του μοντερνισμού και των δυνατοτήτων του, αντιδογματικός και προσηλωμένος σε όσα είχε να δώσει το ίδιο το κείμενο, αντίπαλον δέος για την κομματική τυφλότητα. Σ’ αυτό το μεταίχμιο, άλλωστε, μεταξύ της ιστορικής συνθήκης και της προσωπικής ανάγκης για ανοιχτούς ορίζοντες δημιουργήθηκε η «μαγιά» για τη θρυλική «Επιθεώρηση Τέχνης». Στην εξορία της Μακρονήσου ο συγχρωτισμός με τους Κώστα Κουλουφάκο, Μανώλη Φουρτούνη και Τίτο Πατρίκιο οδήγησε στην ανάγκη για ένα ιδεολογικά αριστερό περιοδικό, ανοιχτό, χωρίς δογματισμό, χωρίς εκφραστικούς περιορισμούς, χωρίς φράγματα προς τον μοντερνισμό. Κατά το ανυπόγραφο σημείωμα του πρώτου τεύχους, τα Χριστούγεννα του 1954, αποσκοπούσε να «αναπληρώσει την έλλειψη εντύπου που θα ικανοποιούσε τις απαιτήσεις κάθε φιλότεχνου και κάθε δημιουργού» και «να πλουτίσει το αναγνωστικό κοινό με έναν γόνιμο αισθητικό και φιλοσοφικό στοχασμό». Ο ίδιος ο Δ. Ραυτόπουλος εξηγούσε στους Ηλία Κανέλλη και Μιχάλη Μοδινό στη συνέντευξη του «Books’ Journal» (Απρίλιος 2013): «Η λογοτεχνία, ιδίως το σοβιετικό μυθιστόρημα που γνωρίζαμε τότε, αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε ότι δεν εμπεριείχε την απελευθέρωση, τον Νέο Ανθρωπο. Αντίθετα, ευνοούσε το μικροαστικό, το υποταγμένο, το επιφανειακό, το ψεύτικο, το ωραιοποιητικό… Δεν ήταν επαναστατική. Ηταν νερόβραστη, ξενέρωτη, συντηρητική. Περιέγραφε συνεδριάσεις, το καλό παιδί, το καλό κομματικό ζευγάρι που παίρνει το κλειδί του διαμερίσματος όταν εκπληρώνει το πλάνο του και ζει ευτυχισμένο».
Μετά τη χούντα
Ηδη το 1967 με το στρατιωτικό πραξικόπημα οι σχέσεις του έχουν διαρραγεί με το ΚΚΕ. Εκδηλώνει την πρόθεσή του να φύγει από την Ελλάδα, γεγονός που καταφέρνει με τη βοήθεια του Γιώργου Ελευθερουδάκη, ιδιοκτήτη του γνωστού βιβλιοπωλείου, ο οποίος του βγάζει θεωρημένο διαβατήριο και τον φυγαδεύει μέσω του παλιού Ελληνικού. Στο Παρίσι εργάζεται σε υπηρεσία γραφείου της εφημερίδας «Ουμανιτέ» και αργότερα στον εκδοτικό οίκο που εξέδιδε το λεξικό «Robert». Κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα αναλαμβάνει τη διεύθυνση του βραχύβιου περιοδικού «Ηριδανός» με αφιερώματα για τις νέες τάσεις της λογοτεχνίας και συνεργάτες τους Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Δημήτρη Χατζή, Αλέκο Αργυρίου, Κώστα Κουλουφάκο, Αλέξη Κυριτσόπουλο. Στις αρχές του 1979, εξάλλου, ξεκινάει συνεργασία με την «Αυγή» για δυόμισι χρόνια γράφοντας κυριακάτικες επιφυλλίδες. Ανάμεσα σ’ εκείνες που προκάλεσαν κομματικές αντιδράσεις ήταν μία σε τρεις συνέχειες για τον Μαρκήσιο ντε Σαντ, αλλά και μία για το βιβλίο «Νομενκλατούρα» του Βοσνεσέφσκι σχετικά με τον πυρήνα εξουσιαστικών ομάδων στην πρώην ΕΣΣΔ. «Εξάντλησαν την υπομονή των ορθοφρονούντων. Ανοιξε μια συζήτηση που “έκλεισε” με κείμενο στελέχους της ΕΔΑ κατά τα πατροπαράδοτα. Δεν δέχθηκαν να απαντήσω και φυσικά σταμάτησα τη συνεργασία μου» («Books’ Journal»).
Το 1997 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου – Κριτικής για το έργο του «Αρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος», ενώ το 2008 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το 2014 έλαβε το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του και για τον ίδιο λόγο το Βραβείο Δοκιμίου – Μελέτης του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών το 2017. Αν πρέπει να επιλέξουμε ορισμένους τίτλους, θα αρκούσαν ίσως η «Κριτική της κριτικής» (εκδ. Gutenberg, 2017), το «Εμφύλιος και λογοτεχνία» (Πατάκη, 2012), η «Αναθεώρηση τέχνης – Η Επιθεώρηση Τέχνης και οι άνθρωποί της» (Σοκόλη – Κουλεδάκη, 2006), η «Κρίσιμη λογοτεχνία» (Καστανιώτης, 1986).
ΥΓ: Είναι από τις μικρές «ανταμοιβές» που μπορεί να δώσει το επάγγελμα σε ένα δημοσιογραφικό γραφείο. Η ανοιχτή πρόσκληση προς τον Δ. Ραυτόπουλο να γράφει όποτε επιθυμεί για το «Βιβλιοδρόμιο» των «ΝΕΩΝ» έγινε μέσω ενός τηλεφωνήματος και μιας επίσκεψης στο σπίτι της Νέας Σμύρνης. Απέδωσε εννιά βιβλιοκρισίες – από το 2018 έως το 2021 – που πλέον ανήκουν σε ένα πολύτιμο «σώμα»: για τις τέσσερις νουβέλες του Αλέξανδρου Κοτζιά, τον έβδομο τόμο του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ, τις «Μέρες Η’» του Γιώργου Σεφέρη (επιμέλεια Κατερίνας Κρίκου – Davis), τη δίτομη έκδοση του «Κόμη του Μόντε-Χρίστο» (Εστία), την «Ανθολογία ρωσικού διηγήματος» (ΠΕΚ), τη βιογραφία του Καρλ Μαρξ (2019), την «Ανθολογία της Νεοελληνικής Λογοτεχνικής Κριτικής», τα δοκίμια του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ και την «Υπόσχεση της αυγής» του Ρομέν Γκαρί (Στερέωμα).