Στις 14 Ιανουαρίου 1900, το κοινό του Teatro Costanzi στη Ρώμη παρακολουθούσε την πρεμιέρα της «Τόσκα». Τον ομώνυμο ρόλο ερμήνευσε η ελληνικής καταγωγής ρουμάνα σοπράνο Χαρίκλεια Νταρκλέ (Hariclea Darclée) – την οποία ο ίδιος ο Πουτσίνι είχε επιλέξει – δίνοντας πνοή σε μια ηρωίδα παγιδευμένη σε έναν ιστό πολιτικών μηχανορραφιών, έρωτα και προδοσίας. Η ένταση του έργου ταίριαζε με την πολιτική αναταραχή της εποχής, ενώ η μουσική του Πουτσίνι σφράγιζε τη δραματική ένταση κάθε στιγμής.
Πάνω από έναν αιώνα μετά, η Τόσκα κάνει την πρώτη της εμφάνιση στο Πολιτιστικό Συνεδριακό Κέντρο Ηρακλείου. «Τα τελευταία χρόνια το κοινό της Κρήτης έχει δείξει μεγάλη αγάπη στην όπερα», τονίζει ο Μύρων Μιχαηλίδης, ο οποίος έχει αναλάβει τη μουσική διεύθυνση. «Από την πρώτη παραγωγή που ανεβάσαμε, τον “Ιδομενέα” του Μότσαρτ – 240 χρόνια μετά την πρώτη του παρουσίαση στο Μόναχο – μέχρι τον “Οθέλλο” του Βέρντι και την “Κάρμεν” του Μπιζέ, το ενδιαφέρον του κοινού παραμένει αμείωτο».
Η συγκεκριμένη παραγωγή είχε παρουσιαστεί πριν από λίγα χρόνια στην Εθνική Oπερα της Ριέκα στην Κροατία και αποκτήθηκε από το Πολιτιστικό Συνεδριακό Κέντρο Ηρακλείου. Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Μάριν Μπλάζεβιτς, ένας δημιουργός με σημαντικές επιτυχίες στο ενεργητικό του. Πώς επηρεάζει, όμως, η διαφορετική πολιτισμική ματιά την ερμηνεία του έργου; «Οι δημιουργίες αυτές είναι πολιτιστική κληρονομιά όλης της ανθρωπότητας. Επειδή η “Τόσκα” είναι ένα από τα κατεξοχήν αριστουργήματα του βερισμού, όπου η απεικόνιση της πραγματικότητας παίζει καθοριστικό ρόλο, δεν νομίζω ότι υπάρχει καλύτερο πεδίο για έναν σκηνοθέτη να δημιουργήσει ένα περιβάλλον που να αναδεικνύει τη σκληρότητα και την αλήθεια των χαρακτήρων, διατηρώντας παράλληλα τη δραματική ένταση και την αυθεντικότητα του έργου».
Η πρωτοτυπία
Η σκηνοθετική πρωτοτυπία αυτής της παραγωγής έγκειται στο ότι κάθε πράξη τοποθετείται σε διαφορετικό χρονικό πλαίσιο. «Η πρώτη πράξη διαδραματίζεται στην εποχή που γράφτηκε το έργο, ενώ η δεύτερη μεταφέρει την εξέλιξη της ιστορίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μάλιστα, ο Σκάρπια δεν είναι πλέον ο αρχηγός της αστυνομίας στη Ρώμη, αλλά ο διοικητής των Ναζί στην Κρήτη, Φρίντριχ Σούμπερτ. Σε αυτή την πράξη, η δύναμη της κινηματογραφικής αφήγησης παίζει καθοριστικό ρόλο. Η τρίτη πράξη εκτυλίσσεται σε ένα άχρονο, σχεδόν συμβολικό περιβάλλον. Συμμετέχουν καταξιωμένοι καλλιτέχνες, αλλά και νέοι, όπως η Μαίρη Γουγούση, η οποία ερμηνεύει τον ρόλο της Φλόρια Τόσκα στο ντεμπούτο της, αφού επιλέχθηκε μέσα από ακρόαση. Το ντεμπούτο τους κάνουν επίσης πολλά νέα παιδιά, δίνοντας μια φρέσκια πνοή στην παράσταση».
Σύμφωνα με τον Μύρωνα Μιχαηλίδη, η αλλαγή του ιστορικού πλαισίου δεν μεταβάλλει τον κεντρικό άξονα της όπερας, που παραμένει η διερεύνηση των συναισθημάτων και των επιθυμιών των τριών βασικών χαρακτήρων. Στοχεύει, ωστόσο, στο να φέρει στο προσκήνιο εικόνες πιο οικείες, επμνευσμένες από εμπειρίες που οι παλαιότεροι έχουν ζήσει και οι νεότεροι γνωρίζουν μέσα από αφηγήσεις, ντοκιμαντέρ ή τον κινηματογράφο. Αυτές οι οριακές συνθήκες αποτελούν το θεμέλιο των συγκρούσεων που πραγματεύεται η όπερα του Πουτσίνι.
Ο συνθέτης
Σε αυτό το σημείο, ο διακεκριμένος μαέστρος και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πολιτιστικού Συνεδριακού Κέντρου Ηρακλείου προχωρά σε μια ακόμη ουσιαστική τοποθέτηση: «Για πολλούς – και για εμένα επίσης – ο Πουτσίνι θεωρείται ένας μεγάλος μάστορας της ενορχήστρωσης. Δημιούργησε μια μουσική γλώσσα συγκλονιστική. Συνεπήρε το κοινό όταν πρωτοπαρουσιάστηκε και ενέπνευσε όχι μόνο την εποχή του και το είδος που υπηρέτησε, αλλά και κάτι που στις μέρες μας έχει γίνει πολύ πιο οικείο: την κινηματογραφική μουσική. Πολλοί συνθέτες αντέγραψαν ή μιμήθηκαν τον Πουτσίνι. Ετσι, η μουσική του μπήκε στο DNA του 20ού αιώνα και άλλαξε τη μουσική ιστορία».
Αραγε, τι μουσική θα έγραφε σήμερα ο Τζάκομο Πουτσίνι; «Ηταν πρωτοπόρος και σίγουρα θα έβρισκε κάτι νέο να διατυπώσει, μουσικά. Το “κλειδί” στη δημιουργία του ήταν η αναζήτηση ενός ενδιαφέροντος θέματος. Μπορεί να τον απασχολούσε, για παράδειγμα, το δράμα μιας οικογένειας στη Γάζα ή ενός μετανάστη. Μην ξεχνάμε ότι το θέμα της Μαντάμα Μπατερφλάι το διάβασε σε εφημερίδα όταν βρισκόταν στην Αμερική και συγκλονίστηκε. Είχε έντονη κοινωνική ευαισθησία και ήταν ένας άνθρωπος αιώνια ερωτευμένος».