Η αύξηση των κρατικών δαπανών για την άμυνα στο πλαίσιο του προγράμματος ReArm εγκυμονεί τον κίνδυνο να γίνει ακριβότερος ο δανεισμός από τις αγορές για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, σύμφωνα με ερευνητικό σημείωμα του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής που υπογράφουν από κοινού ο συντονιστής του Γραφείου Γιάννης Τσουκαλάς και ο οικονομολόγος και καθηγητής Αλέξανδρος Κοντονίκας.
Πάντως, η Ελλάδα βρίσκεται σε καλύτερη θέση από άλλες χώρες της ΕΕ, σύμφωνα με τη μελέτη. Αυτό συμβαίνει γιατί, σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες της ΕΕ, η Ελλάδα δαπανά ποσοστό σημαντικά μεγαλύτερο του 2% του ΑΕΠ που προβλέπει το ΝΑΤΟ. Επιπλέον, η τήρηση δημοσιονομικής πειθαρχίας στη χώρα μετά την κρίση έχει αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των αγορών στη χώρα μας.
«Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα πρέπει να διατηρήσει την πορεία δημοσιονομικής σταθερότητας και να συνεχίσει τις προσπάθειες απομείωσης του χρέους» τονίζει το σημείωμα και υπογραμμίζει ότι «το σχέδιο ReArm Europe δεν πρέπει ιδωθεί ως διακοπή της δημοσιονομικής πειθαρχίας, αλλά ως ευκαιρία για να αντικατασταθούν εθνικοί πόροι από ευρωπαϊκή χρηματοδότηση».
Οπως αναφέρει, η ΕΕ θα πρέπει να δαπανήσει ποσό ίσο με το 3,5% του συνολικού της ΑΕΠ για να διασφαλίσει την άμυνά της χωρίς την υποστήριξη των ΗΠΑ. Ετσι, το χρηματοδοτικό κενό ανέρχεται μεταξύ 1,7%-3,2% του ΑΕΠ της ΕΕ. Για να καλυφθεί αυτό υπάρχουν οι εξής επιλογές: μεγαλύτερα ελλείμματα, συσσώρευση χρέους σε εθνικό επίπεδο, αμοιβαιοποίηση του χρέους σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κοινή τράπεζα επανεξοπλισμού, αύξηση φόρων ή/και ανακατανομή των κρατικών δαπανών προς την Αμυνα.

Οι συνέπειες
Το σημείωμα τονίζει ότι η επένδυση στην αμυντική βιομηχανία θα έχει σημαντικές δημοσιονομικές συνέπειες στο σύνολο της ΕΕ. «Το μακροπρόθεσμο κόστος δανεισμού για τις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες τείνει προς τα πάνω τους τελευταίους μήνες, εν μέρει λόγω των προσδοκιών για αύξηση του δημόσιου χρέους, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι κίνδυνοι αυτοί έχουν τιμολογηθεί» εξηγούν οι οικονομολόγοι, κάνοντας ειδική αναφορά στο γερμανικό δεκαετές ομόλογο, που αποτελεί σημείο αναφοράς για όλη την ευρωζώνη και διαμορφώνεται σήμερα στο 2,8%, ενώ έναν μήνα πριν βρισκόταν στο 2,4%.
Η υψηλή απόδοση του γερμανικού ομολόγου σπρώχνει προς τα πάνω και τις αποδόσεις των υπόλοιπων ευρωπαϊκών ομολόγων, αυξάνοντας έτσι το κόστος δανεισμού. «Η καμπύλη μετατοπίστηκε προς τα πάνω σε όλες τις διάρκειες ομολόγων, λόγω των αλμάτων στις αποδόσεις των εκδόσεων από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές οικονομίες» λέει το σημείωμα και προσθέτει ότι αυτό αντανακλά την πώληση ομολόγων μετά την ανακοίνωση του μεγάλου δημοσιονομικού πακέτου της Γερμανίας. Το ελληνικό δεκαετές ομόλογο ανταλλάσσεται σήμερα με απόδοση 3,6%, έναντι 3,4% στα τέλη Φεβρουαρίου.